«Με αμφισβητήσατε, μου ασκήσατε πιέσεις, μερικές φορές διαφωνήσαμε. Αυτό είναι η Δημοκρατία. Έτσι λειτουργεί»…

«Σας ευχαριστώ που με κάνετε καλύτερη. Και το  σημαντικότερο, σας ευχαριστώ για τη δουλειά που κάνετε κάθε μέρα, για να κάνετε αυτή τη χώρα πιο δυνατή».

Αν και έχει ως σήμα κατατεθέν της (πέρα από τα κόκκινα καρέ

μαλλιά της) την παροιμιώδη ψυχραιμία της, η ελληνοαμερικανίδα με καταγωγή από τη Μεσσηνία, 43χρονη Τζεν Ψάκι δεν μπορούσε να κρύψει τη συγκίνησή της το απόγευμα της Παρασκευής, στην 224η και τελευταία ενημέρωση ως εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου.

Η αποχώρησή της είχε προαναγγελθεί και εξ αρχής είχε ημερομηνία λήξης.

Από τότε που ανέλαβε το πόστο, πριν από σχεδόν ενάμιση χρόνο, είχε ενημερώσει τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν ότι δεν θα βρίσκεται στο πλευρό του μέχρι το τέλος της θητείας του.

Τον υπηρέτησε πάντως πιστά. Ίσως περισσότερο από ότι έπρεπε, όπως λένε ορισμένοι…

Μια θητεία που διχάζει

Στους περίπου 16 μήνες που παρέμεινε στο πόστο, η Τζεν Ψάκι έκανε περισσότερες ενημερώσεις Τύπου απ’ όσο όλοι μαζί  οι εκπρόσωποι Τύπου του Ντόναλντ Τραμπ στα τέσσερα χρόνια της χαοτικής προεδρίας του.

Άφησε το πόντιουμ στην αίθουσα Τύπου κενό σχεδόν μόνο τις αργίες, τα Σαββατοκύριακα και αναγκαστικά πρόσφατα, όταν νόσησε από την COVID-19.

Για τους πολλούς διαπιστευμένους στον Λευκό Οίκο δημοσιογράφους, η παρουσία της Ψάκι ήταν μία όαση δημοκρατίας μετά τον «εφιάλτη» της προεδρίας Τραμπ.

Πολιτική σύμβουλος στο επάγγελμα και δεινή κολυμβήτρια, μπορούσε να ελίσσεται στις συνεντεύξεις Τύπου ατάραχη, αποφεύγοντας συνήθως με ένα χαμόγελο τις πολλές εντάσεις.

Λόγω των αιχμηρών απαντήσεών της σε προβοκατόρικες ερωτήσεις -κυρίως από τον διαπιστευμένο δημοσιογράφο του υπερσυντηρητικού δικτύου Fox, Πίτερ Ντούσι- δημιουργήθηκε ολόκληρο hashtag για αυτή στο twitter, το #psakibomb, που έγινε ακόμη και σύνθημα σε κάλτσες και μπλουζάκια.

Όχι όμως ότι και η Ψάκι δεν είχε τα δικά της «κακώς κείμενα».

Κάποιοι την χαρακτηρίζουν ελιτίστρια.

Άλλοι είπαν ότι έβλεπαν πίσω από το ήρεμο χαμόγελο και τη συγκαταβατικότητά της μια ευγενική ψεύτρα.

Έχει επικριθεί στο παρελθόν από ΜΜΕ ότι προτιμούσε να απαντά στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων που κάθονταν στις (προκαθορισμένες από το Γραφείο Τύπου) πρώτες σειρές στην αίθουσα του briefing, αποκλείοντας πολλές φορές τους υπόλοιπους από άλλα μέσα ενημέρωσης, αμερικανικά και διεθνή.

Αρκετοί της προσάπτουν ότι απέφευγε επί τούτου ερωτήσεις.

Ορισμένοι χαρακτήρισαν την ανταπόκριση του γραφείου της σε δημοσιογραφικά αιτήματα «ελλιπή» έως «ανύπαρκτη».

Κι αν και δεν αποτελούσε προφανώς προσωπική επιλογή της, πολλοί την θεωρούν «συνένοχο» στο γεγονός ότι η δημοσιογραφική πρόσβαση στον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο ήταν επί των ημερών της ενοχλητικά περιορισμένη.

Τις περισσότερες φορές που ο 79χρονος Τζο Μπάιντεν κάνει προγραμματισμένες δηλώσεις στους δημοσιογράφους δεν δέχεται καν ερωτήσεις.

Στο μεσοδιάστημα, έχει παραχωρήσει τις λιγότερες συνεντεύξεις Τύπου επί αμερικανικού εδάφους από οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο κατά το πρώτο ενάμιση έτος της θητείας τους στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ (με εξαίρεση τον Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος περιόρισε αναγκαστικά για ένα διάστημα τις δημόσιες εμφανίσεις του μετά από την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, τον Μάρτιο του 1981).

Σε εκδηλώσεις στον Λευκό Οίκο, ο αριθμός των προσκεκλημένων δημοσιογράφων μειώθηκε σημαντικά από το Γραφείο Τύπου, εν μέσω πανδημίας.

Όμως «τα κριτήρια επιλογής των δημοσιογράφων που παρίστανται σε αυτές τις εκδηλώσεις δεν διευκρινίστηκαν ποτέ», γράφει η συντηρητική εφημερίδα The New York Post, μια από τους μη ευνοημένους.

Στην πραγματικότητα, «η πρακτική αυτή εκτιμάται ότι είναι ένας τρόπος ελέγχου των ερωτήσεων που υποβάλλονται στον Μπάιντεν», υποστηρίζει.

Ακόμη κι έτσι πάντως τα… προεδρικά «στραβοπατήματα» δεν έχουν αποφευχθεί.

Τον περασμένο Ιανουάριο, λίγο πριν από μια συνάντηση κι ενώ οι δημοσιογράφοι του φώναζαν από το βάθος της αίθουσας ερωτήσεις, ο Αμερικανός πρόεδρος «συνελήφθη» από την τηλεοπτική κάμερα να αποκαλεί «ηλίθιο μπάσταρδο» τον δημοσιογράφο του Fox, Πίτερ Ντούσι, όταν τον ρώτησε εάν θεωρεί τον πληθωρισμό πολιτική ευθύνη.

Γυρίζοντας «σελίδα»

Εγκαταλείποντας τον Λευκό Οίκο, η κοκκινομάλλα Τζεν -με καταγωγή από τη Μεσσηνία από την πλευρά του πατέρα της και με ιρλανδικές και πολωνικές επίσης «ρίζες»- λέει ότι θα αφοσιωθεί για ένα διάστημα στην οικογένειά της και στα δυο μικρά παιδιά της, ηλικίας 4 και 6 ετών.

Ετοιμάζεται πάντως να ακολουθήσει επαγγελματικά το ίδιο μονοπάτι που είχε επιλέξει και στο πρόσφατο παρελθόν, όταν έκλεισε έναν κύκλο σε διάφορα πόστα στον τομέα της επικοινωνίας κατά τη διάρκεια των δύο προεδρικών θητειών του Μπαράκ Ομπάμα -διάστημα, κατά το οποίο είχε υπηρετήσει και ως εκπρόσωπος Τύπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Το 2017, η Ψάκι πέρασε από την πολιτική στα ΜΜΕ, απασχολούμενη ως πολιτική αναλύτρια στο δίκτυο CNN.

Τώρα φέρεται να οδεύει -με τον ίδιο ρόλο, από το φθινόπωρο- στο δίκτυο MSNBC, όπου έχει προσληφθεί και η πρώην εκπρόσωπος Τύπου της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις, Σιμόν Σάντερς.

Δεν είναι οι πρώτες που το κάνουν.

Υπάρχει π.χ. το προηγούμενο με τον επίσης ελληνικής καταγωγής Τζορτζ Στεφανόπουλος, πρώην Διευθυντή Επικοινωνίας και de facto εκπρόσωπο Τύπου του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Κλίντον, νυν κεντρικός παρουσιαστής στο δίκτυο ABC.

Μερίδα του συντηρητικού Τύπου στις ΗΠΑ πάντως επέκριναν την Ψάκι για την ευκολία με την οποία μεταπηδά από την πολιτική στα ΜΜΕ και τούμπαλιν (μεταξύ των δύο θητειών Ομπάμα είχε επίσης αναλάβει αντιπρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος στο γραφείο στην Ουάσινγκτον της εταιρείας Δημοσίων Σχέσεων Global Strategy Group).

Στο πρώην πόστο της αφήνει την κύρια αναπληρώτριά της, Καρίν Ζαν-Πιερ.

Κόρη μεταναστών από τη Μαρτινίκα, είναι η πρώτη Αφροαμερικανή και δεδηλωμένα ομοφυλόφιλη που διορίζεται εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου.

«Είμαι ότι ακριβώς μισεί ο Ντόναλντ Τραμπ», είπε πει η 44χρονη Καρίν το 2016.

Η KJP -όπως είναι γνωστή στους δημοσιογράφους και στο Twitter– αναλαμβάνει το νευραλγικό πόστο σε μια κρίσιμη συγκυρία.

Με τον πληθωρισμό σε υψηλό 40ετίας, η δημοτικότητα του προέδρου Μπάιντεν ακολουθεί ακριβώς αντίθετη πορεία.

Σήμερα έχει πέσει στο 42%, ενώ ένας στους δύο Αμερικανούς αποδοκιμάζει την πολιτική του.

Αυτά μόλις έξι μήνες πριν από τις κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, με τους οιωνούς ήδη κακούς για τους Δημοκρατικούς και για τον Λευκό Οίκο, καθώς οι Ρεπουμπλικανοί αναμένεται να αποκτήσουν τον έλεγχο του Κογκρέσου και, μέσω αυτού, τη δυνατότητα να μπλοκάρουν την κυβερνητική ατζέντα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή της Καρίν Ζαν-Πιερ αποκτά και πολιτικό συμβολισμό.

Ήδη οι Δημοκρατικοί και ο ίδιος ο Μπάιντεν έχουν αρχίσει να υιοθετούν πιο σκληρή ρητορική απέναντι στους Ρεπουμπλικανούς και το κίνημα «ΜΑGA» (Make America Great Again) του Ντόναλντ Τραμπ.