Ενα οδοιπορικό στη νοτιοδυτική Βουλγαρία.
«Βλέπεις τι γράφει εκεί;», μου είπε ο Πέτρος όταν έφθασα στο αεροδρόμιο της Σόφιας. «Εδώ, έτσι είναι», και με αφόπλισε, καθώς μου περιόρισε το εύρος των ερωτήσεων, σε εκείνες που δεν περιείχαν συγκρίσεις.
Και πράγματι, όταν επισκέπτεσαι ένα μέρος για τουρισμό, αν
υποπέσεις σε συγκρίσεις με τον τόπο σου ή με άλλους που έχεις επισκεφθείς, θα χάσεις πολύτιμη ενέργεια, την οποία θα μπορούσες να αφιερώσεις ώστε να μάθεις καλύτερα το μέρος που πήγες, τις συνήθειές του, τις παραδόσεις του, τη φιλοσοφία και τον τρόπο ζωής.Η Βουλγαρία, όπως κάθε χώρα, πέρασε από διαφορετικές φάσεις στην ιστορία της. Υπήρξε κι αυτή κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό, ενώ για πολλές δεκαετίες ήταν και υπό σοσιαλιστικό καθεστώς, με όσα αρνητικά, αλλά και θετικά συνεπάγεται αυτό.
Στη σύγχρονη ιστορία της, είναι ένας τόπος όπου οι αντιθέσεις είναι πολύ λιγότερες από το παρελθόν, με έκδηλη την ανάπτυξη παντού και ειδικά στον τουρισμό, από τον οποίο διεκδικεί το δικό της μερίδιο στον χάρτη, έχοντας 12,6 εκατ. επισκέπτες, με τα στοιχεία του 2019.
Η ανεργία βρίσκεται στο μόλις 5% και παρότι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παραμένει –προς το παρόν- εκτός ευρώ, με το δικό της νόμισμα, το λέβα.
Τελικά, ποιος ξέρει αν είναι καλό που δεν μπήκε ακόμα στο ευρώ. Για τους… Δυτικούς, φαντάζει καλό, καθώς ως επισκέπτες, η ζωή είναι πιο φθηνή: διαμονή, διατροφή και ψώνια. Για τους ίδιους τους κατοίκους, μοιάζει κάπως σαν εμάς: οι περισσότεροι τα φέρνουν τσίμα-τσίμα, που λέμε. Βέβαια, και σε αυτό το κράτος, υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων με αρκετά χρήματα, απόρροια της μετά σοσιαλισμού κατάστασης, που έχει τη δυνατότητα να αγοράσει ακριβά σπίτια και αυτοκίνητα και που μπορεί να ταξιδεύει στο εξωτερικό, όπου σαφώς τα κόστη είναι ακριβότερα.
Και για να σας δώσω μια τάξη μεγέθους, ό,τι στην Ελλάδα κοστίζει ένα, στη Βουλγαρία το βρίσκεις στο μισό.
Η Βουλγαρία είναι ονομαστή και για το Nu Boyana Film Studios, κοντά στη Σόφια. Εδώ και 55 χρόνια έχουν γυριστεί πολύ γνωστές ταινίες (Rambo V, Hellboy, Angel Has Fallen, The Hitman’s Bodyguard, Criminal, The Expendables 1, 2 and 3, London Has Fallen, 300: The The Rise Of An Empire, The Black Dahlia, Killing Season, Conan, The Way Back και Kon-Tiki). Μάλιστα, η εταιρεία που διαχειρίζεται τα Studios, έχει ανακοινώσει τη δημιουργία Studios και στη Θέρμη της Θεσσαλονίκης, σε έκταση 60 στρεμμάτων.
Η Βουλγαρία, με γενική φορολογία 10%, έχει προσελκύσει και πάρα πολλούς Ελληνες, οι οποίοι έχουν ιδρύσει εταιρείες, άλλες λειτουργικές και άλλες με… ταχυδρομικό κουτί. Ο Πέτρος μου είπε, ότι έκαναν έναρξη εργασιών 67.000 εταιρείες Ελλήνων, τα τελευταία 5 χρόνια! Τα οφέλη πολλά, καθώς πανάκριβα αυτοκίνητα στην Ελλάδα, κοστίζουν εκεί στη μισή τιμή, ενώ και με τη χαμηλή φορολογία σου μένουν χρήματα για επενδύσεις. Ενας φίλος, που διατηρεί ιστιοφόρο 10 μέτρων (Carter 33), πληρώνει φόρο, μόνο 84 λέβα το χρόνο, περίπου 42 ευρώ, και για μια Mercedes 500 του 2004, μόλις 375 λέβα.
Για έξι μέρες, γυρίζοντας 4 πόλεις στα νοτιοδυτικά της χώρας, πήρα μια δυνατή γεύση από τον τόπο, γεύση που αξίζει να τη μοιραστώ μαζί σας και είμαι σχεδόν –αν όχι απόλυτα- βέβαιος, ότι θα το ψάξετε για να πάτε.
Σόφια
Μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο, και μολονότι βλέπεις ακόμα σε κάποια πλευρά παλιά ρωσικά αεροσκάφη Antonov, κατάλοιπα της τότε εποχής, η από εδώ πλευρά έχει το νέο Terminal, και μια μεγάλη επένδυση σε γερμανική τεχνική βάση.
«Ταξί, ταξί», ορισμένοι ντόπιοι σε ρωτούν στην έξοδο, θυμίζοντας πολύ τις συνήθειες του παρελθόντος, ειδικά στις ανατολικές χώρες, αλλά και εκτός Ευρώπης. Ο «Πέτρος που πάει παντού», κρατούσε την επιγραφή με το όνομά μου. Με καλωσόρισε στα ελληνικά και ήταν αυτός που για έξι μέρες έμελλε να μου μάθει πολλά και ξεχωριστά, διαφορετικά από αυτά που θα διάβαζες σε περιήγηση στο διαδίκτυο.
Ηταν η δεύτερη φορά που πήγα στη Σόφια και η τωρινή εντύπωση, παρέμεινε ίδια με εκείνη προ διετίας. Καθαρή πόλη, μεγάλοι δρόμοι και πολλοί πλακόστρωτοι στο κέντρο, διατηρημένα σχεδόν όλα τα κλασικά κτήρια, πάρκα και πλατείες και πολύ πράσινο. Μια πόλη που αναπνέεις και δεν σε πνίγει το τσιμέντο, ούτε τα πανύψηλα κτήρια. Βέβαια, αρχίζουν δειλά δειλά και εμφανίζονται σύγχρονα, ψηλά κτήρια γραφείων, μεταλλικές και μη κατασκευές, που αλλάζουν την εικόνα σε μια πλευρά της πόλης, ενώ στην απέναντι πλευρά η συνοικία Αμπελόκηποι φιλοξενεί ακριβές κατοικίες. Όμως, τα πανάκριβα σπίτια βρίσκονται στους πρόποδες του κατάφυτου όρους Βίτουσα (έως και 5.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο) -ούτε μισή ώρα από το κέντρο της πόλης- μέσα στο πράσινο και με θέα ολόκληρη τη Σόφια. Στο ενδιάμεσο, η ανοικοδόμηση είναι ραγδαία, με καλαίσθητες πολυκατοικίες και το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο (Paradise).
Κτισμένη ανάμεσα σε 4 βουνά (Βίτουσα, Πλάνα, Λιούλιν, Αίμος – 626 χλμ., από Δούναβη μέχρι Μαύρη Θάλασσα), στεγάζει σε καλοδιατηρημένα, επιβλητικά κτήρια, το Εθνικό Τυπογραφείο, το Εθνικό Πανεπιστήμιο (του 1901, δωρεά Βούλγαρων εμπόρων από την Αμερική), το Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών, την Εθνική Βιβλιοθήκη του Κάρολου και του Μεθόδιου.
Πηγαίνοντας προς το κέντρο, από τον κεντρικό δρόμο Βίτουσα (πήρε το όνομά του επειδή βλέπει προς το ομώνυμο βουνό) και περνώντας την ονομαστή γέφυρα των αετών στον ποταμό Πέρλοβιτς, δεσπόζει το επιβλητικό πάρκο των 4 χλμ. μήκους και πλάτους 2 χλμ., όπου μέσα του βρίσκονται το Εθνικό Στάδιο, αλλά και το στάδιο της ΤΣΚΑ Σόφιας.
Για όσους έχουν επισκεφθεί χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ, δεν παραξενεύονται από τα ψηλά και άκομψα κτήρια κατοικιών, με την ίδια αρχιτεκτονική. Στη Σόφια, τέσσερις τέτοιες συνοικίες, όλες στη νότια πλευρά, κατασκευάστηκαν μεταξύ 1969-1989 και παραμένουν εκεί, στεγάζοντας πολύ κόσμο, ως ενθύμια της σοσιαλιστικής εποχής.
Πάντως, επειδή ανέφερα ότι υπάρχουν και άσχημα, αλλά και καλά εκείνης της εποχής, στα δεύτερα συγκαταλέγεται η κεντρική θέρμανση και ύδρευση για όλους στην πόλη, κάτι που σε δυτικά καθεστώτα δεν το βρίσκεις εύκολα. Αλλά και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν κολόνες ηλεκτρισμού, διότι όλα είναι στο υπέδαφος. Εντελώς άλλη εικόνα, όμορφη, αλλά και λειτουργική, με ελεύθερα πεζοδρόμια. Πιστέψτε με…
Αφήνοντας τις αποσκευές στο ξενοδοχείο Hyatt, 5 αστέρων και πρόσφατα κατασκευασμένο στη θέση ενός παλιού ξενοδοχείου, ο δρόμος Μοσκόφσκα, με τα ακριβά, διατηρητέα σπίτια και το νέο Δημαρχείο, γεμάτη από αγριοκαστανιές και μουριές, οδηγεί στην εκκλησία Αγία Σοφία, στο Παλάτι με τον Βασιλικό κήπο και στο κέντρο της πόλης, όπου είναι αδύνατο να μην παρατηρήσεις τους στρωμένους, με χαρακτηριστικά κίτρινα τουβλάκια δρόμους. Συνολικά, το σοσιαλιστικό καθεστώς είχε φέρει 6.625.000 τέτοια τουβλάκια από τη λίμνη Μπάλατον της Ουγγαρίας. Όλα τα κυβερνητικά κτήρια βρίσκονται εκεί, το Εθνικό Θέατρο και ο εντυπωσιακός, καθεδρικός ναός Αλεξάντερ Νέφσκι, που πραγματικά αξίζει να τον επισκεφθείς. Είναι το πλέον χαρακτηριστικό της πόλης, καθώς βρίσκεται μόνος του σε κεντρικό σημείο, με όλο το γύρω πλακόστρωτο.
Συνολικά, δε θα βαρεθείς να περπατάς σε πάνω από 70 πάρκα, πεντακάθαρους δρόμους και περιποιημένα, φαρδιά πεζοδρόμια. Ο Δήμος, έχει δώσει μεγάλη βαρύτητα στην καθαριότητα, μαζεύοντας μέχρι και τα φύλλα που πέφτουν από τα δέντρα.
Καφέ και μπαράκια διάσπαρτα παντού, μέχρι και υπαίθριες, στημένες σκακιέρες για τους λάτρεις του σπορ. Και βέβαια πολλά εστιατόρια στον μεγάλο πεζόδρομο (Shtastliveca – ο Τυχερός), για κάθε γαστρονομική προτίμηση, ακόμα και για παραδοσιακή κουζίνα με παραδοσιακό ντεκόρ από τη ζωή της υπαίθρου (Vodenitzata – Ο Μύλος).
Στο κέντρο θα δεις και τις σχετικά πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, όπως ρωμαϊκά και βυζαντινά κτίσματα, ενώ λειτουργούν και 3 γραμμές μετρό (κατασκευάζεται και 4η) με 57 χλμ. διαδρομών, παλιότερα βαγόνια ρώσικα και νέα, γερμανικά.
Και μη παραξενευτείς αν ακούσεις ελληνικά. Πολλοί φοιτητές (8.000 τα ετήσια δίδακτρα), αλλά και επιχειρηματίες (διατηρούν ξενοδοχεία, εστιατόρια κ.ά.), σε κάνουν μερικές φορές να νιώθεις στον τόπο σου.
Εξίσου σημαντικό, είναι το γεγονός ότι σε απόσταση μόλις 24 χλμ. από το κέντρο, μπορείς να πας στο χιονοδρομικό κέντρο Βίτουσα, ένα από τα τέσσερα που διαθέτει η χώρα. Μπάνσκο, Μπόροβιτς και Παμπόροβο – ίσως το καλύτερο, τα υπόλοιπα τρία.
Ενας ακόμα λόγος επισκεψιμότητας.
Μοναστήρι της Ρίλα
Εκεί πρέπει να πας οπωσδήποτε. Το μεγαλύτερο της χώρας, το διασημότερο και πιο μαγευτικό μοναστήρι στη Βουλγαρία, υπό την προστασία της UNESCO. Σε εκπληκτική τοποθεσία στο βουνό, με απίστευτη αρχιτεκτονική ακόμα και τα κτήρια των κελιών των μοναχών. Πριν από την είσοδό σου στο μοναστήρι, μπορείς να δοκιμάσεις τις γνωστές βουλγαρικές τηγανίτες «mekitsi» που συνοδεύονται από βουβαλίσιο γιαούρτι και μαγειρεύονται δίπλα από το μοναστήρι.
Το μέγεθος του συγκροτήματος του μοναστηρίου είναι εντυπωσιακό. Το τετραόροφο οικιστικό τμήμα του αποτελείται από 300 κελιά μοναχών, 4 παρεκκλήσια, ένα αρχονταρίκι, μία κουζίνα, μία βιβλιοθήκη και δωμάτια φιλοξενίας για δωρητές. Η κουζίνα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον λόγω των τεράστιων μαγειρικών σκευών της (τάιζα 1.200 άτομα). Το εξωτερικό του μοναστηρίου είναι εξίσου συναρπαστικό, καθώς χάρη στους ψηλούς και απότομους πέτρινους τοίχους (φτάνοντας τους 4 ορόφους ή και ψηλότερα σε μερικά σημεία) και τα μικρά παράθυρα, μοιάζει περισσότερο με φρούριο παρά με μοναστήρι. Κατά την είσοδό σου, αξίζει να επισκεφθείς το μουσείο, στο οποίο φιλοξενούνται μοναδικά έργα τέχνης, όπως ο Σταυρός του Ραφαήλ. Ο σταυρός είναι κατασκευασμένος από ένα κομμάτι ξύλου (81εκ. x 43εκ.) και έχει πάρει το όνομα του δημιουργού του, μοναχού.
Φεύγοντας, σε μια ταβέρνα, δίπλα στο ποτάμι, ένα γεύμα πέστροφας θα σου χαρίσει ξεχωριστή γεύση και θα σου δώσει δύναμη για τη συνέχεια.
Μπάνσκο
Ισως το πιο γνωστό μέρος για τους Ελληνες. Χειμερινός προορισμός, με διάσημο χιονοδρομικό κέντρο, ο οποίος αναπτύσσεται ραγδαία και το καλοκαίρι. Σε απόσταση 150 χλμ. νότια της Σόφιας, και 130 χλμ. μακριά από τα σύνορα του Προμαχώνα, για όσους έρχονται από Θεσσαλονίκη και Σέρρες, διαθέτει και άλλες πύλες εισόδου: Εξοχή στο Νευροκόπι, από Καβάλα και Δράμα, μια ακόμα πύλη από Κομοτηνή για ΙΧ, και μία ακόμα στο Σβίλενγκραντ, στο τρίγωνο: Ελλάδα, Βουλγαρία, Τουρκία.
Οντας ανάμεσα σε δύο βουνά, το Πίριν με τις πίστες (πίσω βρίσκονται οι Σέρρες) και το όρος Ροδόπη, απέναντι, το Μπάνσκο με πληθυσμό 10.000 κατοίκους, σχεδόν τριπλασιάζεται τον χειμώνα, γεμίζοντας τα 18.000 κρεβάτια φιλοξενίας.
Με ένα εκατομμύριο επισκέπτες και τους Ελληνες να συγκαταλέγονται στη δεκάδα (πρώτοι οι Βρετανοί), ορισμένοι εκ των οποίων έχουν αγοράσει και κατοικίες, αλλά και κάποιοι εργάζονται κιόλας, το Μπάνσκο φιλοδοξεί να γίνει προορισμός και το καλοκαίρι.
«Ανοίγουμε την τουριστική περίοδο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, με πολιτιστικές εκδηλώσεις, συναυλίες και φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής και χορού, κινηματογραφικές παραστάσεις και δραστηριότητες αναψυχής (ορειβασία, ποδηλασία βουνού, off road διαδρομές κ.ά.), γαστρονομικό και οινικό τουρισμό, για πικ-νικ δίπλα σε πηγές», μου είπε ο δήμαρχος Ιβάν Κάντεφ, έχοντας δίπλα του την κυρία Μπέτσκοβα, αντιδήμαρχο γενικών υπηρεσιών.
«Ανέκαθεν το Μπάνσκο ήταν προορισμός, αλλά το 1985-1986 δημιουργήθηκε το τελεφερίκ, και το 1986 διοργανώθηκε η Βαλκανιάδα του σκι. Από το 2005, ουσιαστικά, το Μπάνσκο είναι αυτό που βλέπετε τώρα», αναφέρει ο δήμαρχος, επισημαίνοντας ότι στα 6 εκατ. ευρώ τζίρο του τόπου, ο τουρισμός αποτελεί το 60% της οικονομίας.
Δίνοντας βάρος στην προστασία του περιβάλλοντος, την καθαριότητα, την ενέργεια από βιομάζα που μαζί με το φυσικό αέριο τροφοδοτούν κεντρικά την πόλη, στόχος του δημάρχου είναι η περαιτέρω βελτίωση των υποδομών, σε δρόμους, πράσινο, αθλητισμό και παιδικούς σταθμούς, καθώς η ποιότητα ζωής περνά πρωτίστως μέσα από τους κατοίκους.
«Σχεδιάζουμε να κάνουμε ένα μικρό αεροδρόμιο για πτήσεις τσάρτερ, που θα μας εξυπηρετήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ηδη ενδιαφέρονται δύο – τρεις εταιρείες και μελετάμε τις προτάσεις», τονίζει ο Ιβάν Κάντεφ. Παράλληλα, υπάρχει συνεργασία με κάποιες ελληνικές πόλεις της Βορείου Ελλάδας, πάνω σε ευρωπαϊκά προγράμματα.
Γενικά, ο δήμαρχος φέρεται αποφασισμένος να ενδυναμώσει την εικόνα του Μπάνσκο, μιας πράγματι πολύ όμορφης και περιποιημένης περιοχής, που συνεισφέρει τα μέγιστα στην τουριστική ανάπτυξη της Βουλγαρίας.
Αφήνοντας τις αποσκευές στο ξενοδοχείο (Kempinski), περπάτησα στο κέντρο της πόλης, σε πλακόστρωτους δρόμους και δρομάκια, με πολλά μαγαζιά, πλατείες και ταβέρνες (κι εδώ Vodenitzata – Ο Μύλος του Λάζαρου με το απίστευτο φαγητό και το ντεκόρ, που το προτιμούν οι Ελληνες). Εφόσον πας, θα θελήσεις να μείνεις παραπάνω από ένα τριήμερο κι ας μην είσαι λάτρης του σκι.
Φεύγοντας από το Μπάνσκο, βλέπεις μια γραμμή τρένου (βλακ, λέγεται στα βουλγαρικά) με 76 εκ. απόσταση ανάμεσα στις ράγες. Πάνω του κυλά μια σχετικά παλιά αμαξοστοιχία, η οποία κάνει τρεις φορές την ημέρα μια διαδρομή 125 χλμ., με ταχύτητα μόλις 25 χλμ./ώρα, από το χωριό Σεπτέμβρη, στη Θράκη, μέχρι το Ρασλόκ, περνώντας και από το Μπάνσκο. Εγκαινιάστηκε το 1937 και ανακατασκευάστηκε το 1983, φθάνοντας στα 1267,5 μέτρα υψόμετρο, όντας στο ψηλότερο σημείο που πηγαίνει τρένο στα Βαλκάνια. Αν έχεις χρόνο, αξίζει να κάνεις αυτή τη διαδρομή, μέσα στα δάση.
Κοντά στο Μπάνσκο, είναι το χωριό Μπάνια, με ιαματικά λουτρά, μια ακόμα επιλογή, και μετά το χωριό Μπελίτσα. Σε κοντινή απόσταση, μέσα στο δάσος, μπορείς να ψαρέψεις στη λίμνη πέστροφες και μετά να τις έχεις στο πιάτο σου (Rila Fish Complex). Εκεί πηγαίνουν και αρκετοί Ελληνες σε off road περιπλανήσεις, χειμώνα - καλοκαίρι.
Βέλινγκραντ
Η πρωτεύουσα των ιαματικών λουτρών της Βουλγαρίας, 126 χλμ. νότια από τη Σόφια, στην περιοχή Ροδόπη. Κάθε ξενοδοχείο, όπως το Arte, διαθέτει πισίνες με το ζεστό νερό που πηγάζει από τα έγκατα της γης και είναι σκέτη απόλαυση. Κι εδώ η μικρή πόλη είναι περιποιημένη και μπορείς να απολαύσεις νόστιμες συνταγές.
Πλόβντιφ – Φιλιππούπολη
Πηγαίνοντας προς το σημερινό Πλόβντιφ, τη Φιλιππούπολη για τους Ελληνες, που πήρε το όνομά της από τον κατακτητή της, βασιλιά Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας, 149 χλμ., νοτιοανατολικά της Σόφιας, ο κάμπος της Θράκης, είναι ο πιο εύφορος της Βουλγαρίας. Εκεί παράγονται σχεδόν όλα τα οπωροκηπευτικά. Διασχίζεται από τον ποταμό Μαρίτσα, τον Εβρο που διατρέχει και την Ελλάδα, ο οποίος πηγάζει από το βουνό Ρίλα.
Φθάνοντας στο Πάζαρτσικ, από το όνομα και μόνο καταλαβαίνεις ότι κάτι γινόταν εκεί. Και, πράγματι, οι Σαρακατσάνοι, όταν κατέβαιναν από τα βουνά, αντάλλασσαν τα προϊόντα τους (μαλλί, δέρματα, κρέας), με προϊόντα γης από τους ντόπιους, ενώ εμπορεύματα έφεραν με καϊκια και οι Τούρκοι μέσω του Εβρου και έκαναν παζάρι. Εκεί ζούσαν Βούλγαροι, Τάταροι, Ελληνες, Τούρκοι, Εβραίοι και Αρμένιοι, κάθε λαός με τις δουλειές του. Οι Ελληνες ήταν οι έμποροι, ανέκαθεν, σχεδόν παντού.
Τα χρόνια πέρασαν και το παζάρι, μεταφέρθηκε στη Φιλιππούπολη, το σημερινό Πλόβντιφ, που μαζί με το Πάζαρτσικ αποτελούν την οικονομική και πολιτιστική ζώνη της Βουλγαρίας, έχοντας εργοστάσια και βέβαια τους κάμπους, με την ονομαστή κοιλάδα των ρόδων, 60 χλμ. βόρεια του Πλόβντιφ, στο Κάζανλουκ. Εκεί, σε 126 χλμ. κάμπου, μπροστά από τον Αίμο, καλλιεργούνται τα τριαντάφυλλα νταμαστσένα, από τα οποία φτιάχνονται από γλυκά έως και καλλυντικά (ροδόνερο και ροδέλαιο).
Χτισμένο στις δύο πλευρές του Μαρίτσα (Εβρου) και ανάμεσα σε 7 λόφους, οι οποίοι έγιναν 3 καθώς οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν, διότι οι πέτρες έγιναν το τείχος της πόλης, το Πλόβντιφ, πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης το 2019, είναι η ομορφότερη πόλη της Βουλγαρίας. Ετσι μου είπαν, πριν την δω, και συνομολογώ, μολονότι δεν έχω δει και τις άλλες πόλεις προς τη Μαύρη Θάλασσα. Αλλά για να το λένε και οι ντόπιοι, κάτι θα ξέρουν.
Αφήνοντας τις αποσκευές στο Residence City Hotel, μπροστά στο πάρκο με τη μεγάλη λίμνη, στο Trimontium (τα τρία βουνά που έγραψα), ξεκίνησα την περιήγηση.
Η παλιά πόλη αναδύει ένα αρχοντικό άρωμα, μιας άλλης εποχής, διαθέτοντας 140 υπέροχες κατοικίες του 18ου και 19ου αιώνα, εκ των οποίων οι μισές κατοικούνται και οι υπόλοιπες έγιναν μουσεία. Οι Ελληνες άφησαν το σημάδι τους ανεξίτηλο. Εμποροι, με άφθονο χρήμα, έχτισαν αριστουργήματα, τα οποία φεύγοντας δώρισαν στο κράτος. Συντηρούνται σε άψογη κατάσταση. Δεσπόζει το σπίτι του Γεωργιάδη, το οποίο ξεχωρίζει από τον όγκο του, αλλά κυρίως από τα… 144 παράθυρα, τα περισσότερα από άλλη κατοικία στο Πλόβντιφ. Τώρα είναι μουσείο, όπως και του Κουγιουμτζόγλου (Εθνογραφικό), στο οποίο γίνονται συναυλίες και εκθέσεις.
Πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφθείς κάποια από αυτά τα σπίτια – μουσεία, για να ζήσεις το μεγαλείο του παρελθόντος, ενώ για το παρόν, θα ανταμειφθείς με μια βόλτα στην περιοχή Καπάνα, όπου στα πλακόστρωτα σοκάκια θα βρεις όλα τα μπαράκια, τα καφέ και τα εστιατόρια (Staria Plovdiv, Philippopolis). Εκεί σφύζει από ζωή.
Βέβαια, δεν θα παραλείψεις να πας στο ρωμαϊκό θέατρο, το οποίο ανακαλύφθηκε κατά τις εργασίες κατασκευής ενός τούνελ, στο ρωμαϊκό ωδείο και στο υδραγωγείο, ενώ μέρος του ρωμαϊκού σταδίου και συγκεκριμένα το κυκλικό του μέρος, ανακαλύφθηκε κάτω από τον μεγαλύτερο πεζόδρομο (Knyaz Alexandar I Batenberg), όχι μόνο του Πλόβντιφ, αλλά ολόκληρης της Βουλγαρίας, μήκους 2.564 μ. Γεμάτος καταστήματα όλων των ειδών, αποτελεί την περαντζάδα όλων των ηλικιών.
Το γεγονός της πολυπολιτισμικότητας του τόπου, έγκειται στην παρουσία ορθόδοξων (Αγία Μαρίνα, Αγιος Δημήτριος, Βασιλική της Επισκοπής της Φιλιππούπολης) και καθολικών εκκλησιών, τζαμιών και εβραϊκής συναγωγής.
Επαναλαμβάνω, στο Πλόβντιφ, αξίζει και με το παραπάνω να πας.
Μπάτσκοβο
Πηγαίνοντας για το Μπάτσκοβο, 189 χλμ. από τη Σόφια, με το δεύτερο πιο ονομαστό μοναστήρι της Βουλγαρίας, ίσως ξαφνιαστείς από τα πολλά καταστήματα νυφικών στο Ασένοβγκραντ. Όχι, δεν γίνονται όλοι οι γάμοι εκεί, αλλά από εκεί αγοράζουν οι περισσότερες Βουλγάρες νεόνυμφες, τα νυφικά τους. Τόσο γνωστά είναι, για την ποιότητά τους, αλλά και την τιμή τους. Παλιά η πόλη λεγόταν και Στενίμαχο, επειδή εκεί έκτισε η δυναστεία των βασιλιάδων Ασεν, το φρούριό τους, και οι μάχες στα στενά έγερναν προς το μέρος τους.
Στο Μπάτσκοβο, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, η υποδοχή εκ μέρους του Δεσπότη ήταν μοναδική, στον χώρο των επίσημων προσκεκλημένων. Είχε φροντίσει ο Πέτρος και γι αυτό. Τσάι από βότανα της περιοχής και… θαυματουργό ρακί από δαμάσκηνα, σκέτο άρωμα.
Το μοναστήρι διαθέτει και ξενώνα, για όσους αποζητούν λίγες ημέρες ηρεμίας ή ακόμα και για εκείνους που θέλουν να περπατήσουν στο μονοπάτι, στο βουνό, για να πάνε εκεί που δύο βοσκοί βρήκαν τη θαυματουργή εικόνα. Η διανυκτέρευση κοστίζει 15 ευρώ και μπορείς να μείνεις 3 νύχτες. Για παραπάνω, θα πρέπει να έρθεις σε συνεννόηση με τον Δεσπότη, με την προϋπόθεση να συμμετέχεις και στο πρόγραμμα του μοναστηριού.
Η επιστροφή στη Σόφια, πριν την αναχώρηση…
Μετά από παραπάνω από 600 και πλέον χιλιόμετρα, στο εθνικό και επαρχιακό δίκτυο, η επιστροφή στη Σόφια δεν ήταν επιστροφή στην πραγματικότητα. Διότι όλα όσα είδα και έζησα αυτές τις ημέρες, ήταν ρεαλιστικά και όχι για τα μάτια του… τουρίστα. Για του λόγου το αληθές, το βράδυ, σε ένα θαυμάσιο, παραδοσιακό εστιατόριο (Vodenitzata – Μύλος) στους πρόποδες του Βίτουσα, παρακολούθησα το γλέντι ενός βουλγαρικού γάμου, και για πρώτη φορά, είδα από κοντά χορό αναστενάρη. Αφού είχε ανάψει φωτιά από νωρίς, όταν έγιναν κάρβουνα, πήρε μια ξύλινη τσουγκράνα ώστε να τα απλώσει, σε σχήμα σταυρού. Κατόπιν, πήρε μια εικόνα, πιθανότατα του Αη Γιώργη, δεν μπόρεσα να δω στο σχεδόν απόλυτο σκοτάδι, και έκανε την περιφορά του κύκλου. Στη συνέχεια άπλωσε όλα τα κάρβουνα και ακολούθησε ο χορός πάνω σε αυτά, με την εικόνα στα χέρια.
Ηταν η καλύτερη ανάμνηση για μια 6ήμερη περιπλάνηση στα νοτιοδυτικά της Βουλγαρίας.
Στον απολογισμό του ταξιδιού, η ζυγαριά σχεδόν μπατάρει στην πλευρά των θετικών. Πολύ πράσινο, όχι μόνο στην περιφέρεια, αλλά και μέσα στις πόλεις. Καθαριότητα εκπληκτική. Δρόμοι φαρδιοί και πεζοδρόμια που δεν αφήνουν τα άτομα με κινητικά προβλήματα στο σπίτι. Οι κολόνες του ρεύματος απουσιάζουν, διότι τα καλώδια έχουν περαστεί υπόγεια, διατηρημένα σχεδόν όλα τα παλιά, ιστορικά κτήρια, πολύ καλές τιμές, γαστρονομία για όλες τις προτιμήσεις και γρήγορο σέρβις - κλείνουν νωρίς το βράδυ την κουζίνα. Μου έκανε εντύπωση και το γρήγορο ίντερνετ, ακόμα και στα χωριά, διότι παίζει μεγάλο ρόλο στην πρόοδο ενός τόπου, πλέον.
Αν οι Βούλγαροι αντιληφθούν ότι η τουριστική ανάπτυξη έρχεται πιο γρήγορα από όσο πιστεύουν, τότε θα φροντίσουν ακόμα περισσότερο σε ποιότητα το σέρβις τους, προσθέτοντας ένα χαμόγελο, ένα πιο θερμό καλωσόρισμα, μια καλύτερη εξυπηρέτηση όταν σε βλέπουν σε αμηχανία και ψάχνεις για κάτι.
Εμείς λέμε «τρώγοντας ανοίγει η όρεξη». Ποιος ξέρει, ίσως αυτό να πιστεύουν και οι βόρειοι γείτονές μας.
Πάντως ο Πέτρος (Petar Valkov), ο ξεναγός για περίπου μισό αιώνα, με ελληνική καταγωγή από τη γιαγιά του, δεν ήταν τελικά… εντάξει απέναντί μου. Το «Εδώ, έτσι είναι», όταν με υποδέχθηκε στο αεροδρόμιο, το σκαρφίστηκε για να μην τον ζαλίζω με συγκρίσεις.
Κι όμως Πέτρο, πράγματι «εκεί, έτσι είναι» και καλά κάνετε, εδώ που τα λέμε. Ντέσι, που ήσουν και η εκπρόσωπος του τουριστικού οργανισμού, αν φροντίσετε τις λεπτομέρειες, τότε αυτή η φράση, μπορεί να γίνει και σύνθημα από το Υπουργείο Τουρισμού της χώρας σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου