Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, οι καλλιτέχνες αποκάλυψαν έναν τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να μετατρέψει μία εμπόλεμη ζώνη σ’ ένα πεδίο δημιουργικής στρατηγικής, φτιάχνοντας ουσιαστικά ένα πολεμικό «θέατρο».

Σε περίοδο ειρήνης κάθε καλλιτέχνης εκπαιδεύεται στο να δημιουργεί ψευδαισθήσεις, την ικανότητα δηλαδή να δημιουργείς και να αναπαράγεις τις διαστάσεις, τον τρόπο φωτισμού και τις σκιές πάνω σ’ ένα αντικείμενο ώστε να ξεγελά το μάτι. Παρόλο που δεν στοχεύουν όλες οι μορφές τέχνης στις ψευδαισθήσεις, αποτελεί ένα θέμα που επαναλαμβάνεται στην ιστορία της τέχνης στη Δύση, από τον αρχαίο Έλληνα ζωγράφο Ζεύξις ή Ζέυξιππο, ο οποίος λέγεται ότι μπορούσε να ζωγραφίζει πίνακες με σταφύλια τόσο ρεαλιστικά που τα πουλιά προσπαθούσαν να τα φάνε, μέχρι και την Οπ Αρτ της δεκαετίας του ’60.

Σε περίοδο πολέμου οι καλλιτέχνες παραδοσιακά διαδραματίζουν μικρότερο ρόλο, ωστόσο από την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, οι στρατοί κατανόησαν την ικανότητα κάποιων καλλιτεχνών να δημιουργούν οφθαλμαπάτες. Σε μία εποχή όπου ήταν δυνατή η παρακολούθηση δια αέρος, το καμουφλάζ των στρατευμάτων ήταν μία αναγκαιότητα. Έτσι οι ζωγράφοι και οι γλύπτες χάρη στις γνώσεις τους πάνω στο τρίπτυχο: διαστάσεις, φωτεινότητα, σκιές, είχαν τα ιδανικά προσόντα και ταλέντα για κάτι τέτοιο. Για πρώτη φορά οι καλλιτεχνικές ικανότητες είχαν μετατραπεί σ’ ένα ισχυρό όπλο.

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Οι πρώτοι καλλιτέχνες-καμουφλέρ

Ένας από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες-καμουφλέρ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ο Σόλομον Τζ. Σόλομον, μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας που είχε για δάσκαλο τον διάσημο Γάλλο ακαδημαϊκό ζωγράφο, Αλεξάντρ Καμπανέλ. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου λοιπόν ο Σόλομον συμμετείχε στη δημιουργία αποτελεσματικών στρατιωτικών τακτικών απόκρυψης και εστάλη στο δυτικό μέτωπο γι’ αυτόν τον σκοπό.

Η δημιουργία καμουφλάζ με διχτυωτά υφάσματα σαν μία μέθοδος για να κρύβονται τα  χαρακώματα, είχε σημαντική επιρροή στο στράτευμα και χρησιμοποιήθηκε και με άλλους τρόπους παραπλάνησης, όπως ήταν το «δέντρο παρατήρησης», ένα βαθουλωτό αντίγραφο τανκ σε δέντρο σε περιοχή όπου δεν υπήρχαν χαρακώματα, ώστε ένας παρατηρητής να μπορεί να βλέπει τι συνέβαινε στα χαρακώματα των αντιπάλων. Ο γλύπτης και ζωγράφος, Λίον Άντεργουντ, ο οποίος επίσης σπούδασε Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών πριν την έναρξη του πολέμου, βοήθησε σημαντικά στο σχεδιασμό αυτής της συγκέντρωσης δέντρων.

Ένας άλλος καλλιτέχνης, ο οποίος συνέβαλε στις τακτικές καμουφλάζ κατά τη διάρκεια του Ά Παγκοσμίου Πόλεμου ήταν ο Νόρμαν Γουίλκινσον. Ο Γουίλκινσον ήταν ένας καλλιτέχνης που ζωγράφιζε τοπία από τη ζωή της πόλης και τοπία με θέμα τη θάλασσα, ενώ είχε δημιουργήσει αρκετά έργα, όπως αφίσες και εικονογραφήσεις για βιβλία και εφημερίδες, όπως την εικονογράφηση του «The Illustrated London News».

Ωστόσο οι ιδέες του πάνω στην τέχνη συνολικά πήγαν σ’ ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο κατά τα χρόνια του πολέμου, ιδιαίτερα στο σώμα το οποίο υπηρέτησε το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό. Εκεί ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στην ιδέα του πώς θα προστατευτούν τα πλοία από τις τορπίλες των αντιπάλων. Αντιλαμβανόμενος ότι τα θωρηκτά ήταν πολύ ευδιάκριτα για να μπορέσουν να κρυφτούν εντελώς στην ανοικτή θάλασσα, δημιούργησε ένα «καμουφλάζ λάμψης», δηλαδή μία σύνθεση από ακαθόριστες γραμμές με βάση την αντίληψη του ματιού, οι οποίες σχεδιάστηκαν για να μπερδεύουν την ικανότητα του εχθρού να αντιλαμβάνεται την ταχύτητα και τη θέση του πλοίου. Τα πειράματα του πραγματοποιήθηκαν σε τέσσερα στούντιο στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου, όπου εργάστηκε μαζί με άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Βορτισιστής, Έντουαρντ Γόρντσγορθ.

Το βρετανικό πλοίο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου Osterle, καμουφλαρισμένο με γραμμές ζέβρας, λιμάνι της Νέας Υόρκης, 11 Νοεμβρίου 1918

Το βρετανικό πλοίο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου Osterle, καμουφλαρισμένο με γραμμές ζέβρας, λιμάνι της Νέας Υόρκης, 11 Νοεμβρίου 1918

Βορτισισμός ήταν ένα καλλιτεχνικό κίνημα στις αρχές του 20ου αιώνα, που διήρκεσε περίπου  την τριετία 1912-1915, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα οργανωμένα ρεύματα αφηρημένης τέχνης που αναπτύχθηκαν στην Αγγλία και συγγενεύει με τα κινήματα του κυβισμού και του φουτουρισμού.

Οι στρατηγικές απόκρυψης των Σόλομον, Άντεργουντ, Γουίλκινσον και Γόρντσγορθ αποτέλεσαν μία καθοριστικής σημασίας έμπνευση για τις επιχειρήσεις παραπλάνησης εναντίον των Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η Διοίκηση Καμουφλάζ της Μέσης Ανατολής

Το 1942, στην αμμώδη και σκονισμένη περιοχή της ερήμου της Βορείου Αφρικής, οι συμμαχικές δυνάμεις πολεμούσαν σε μία χαμένη μάχη εναντίον του Άξονα. Στις 16 Σεπτεμβρίου, δύο Βρετανοί αξιωματικοί, προσκλήθηκαν σε μία συνάντηση υψηλού επιπέδου, στο Μποργκ-ελ Άραμπ της Αιγύπτου. Ο Τζέφρι Μπάρκας και το Τόνι Άιρτον, οι οποίοι ήταν οι επικεφαλής της Διοίκησης Καμουφλάζ στη Μέση Ανατολή, μίας ομάδας που επικεντρωνόταν σε επιχειρήσεις παραπλάνησης και στην απόκρυψη στρατιωτικού δυναμικού και εξοπλισμού.

Η συγκεκριμένη ομάδα ήταν ένα πολύ ασυνήθιστο στρατιωτικό σώμα καθώς οι περισσότεροι άνδρες υπό την ηγεσία των Μπάρκας και Άιρτον δεν ήταν σκληροτράχηλοι στρατιώτες αλλά πρώην καλλιτέχνες, σκηνογράφοι και καρτουνίστες, οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί λόγω των ικανοτήτων τους στην οπτική εξαπάτηση. Μάλιστα ένα από τα μέλη ήταν ένας διάσημος μάγος, ενώ και οι ηγέτες της ομάδας δεν ήταν στρατιωτικοί, καθώς ο Άιρτον πριν την έναρξη του πολέμου ήταν ζωγράφος και ο Μπάρκας σεναριογράφος, παραγωγός και σκηνοθέτης ταινιών, έχοντας κερδίσει και Όσκαρ για ένα ντοκιμαντέρ το 1936.