Από το ξερονήσι και άνυδρο τόπο της Μακρονήσου, ο Θανάσης Βέγγος έγινε ο «Θανάσης» όλων των Ελλήνων. Η ζωή του δεν διέφερε από τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων νέων τη μαύρη εποχή μετά τον εμφύλιο. Αδικία, εξορίες, κυνηγητά, αποκλεισμός από σπουδές.

Ο «καλός μας άνθρωπος» γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1927. ήταν το μοναχοπαίδι μιας πολύ φτωχής οικογένειας, γιος της

Ευδοκίας και του Βασίλη. Το όνομα που του δόθηκε ήταν Αθανάσιος και το επίθετο του ήταν Βέγκος. Ναι με γκ και όχι με γγ. Θα το αλλάξει χρόνια αργότερα, όταν έγινε ηθοποιός «γιατί φαινόταν καλύτερα στο μάτι» όπως έλεγε.

Στην ΕΠΟΝ

Ο ήρωας του ήταν ο πατέρας του ο Βασίλης. Ήρωας όνομα και πράγμα. Συμμετείχε στην εθνική αντίσταση και στη «μάχη της ηλεκτρικής» ήταν πρώτος μέσα στη φωτιά, μαζί με τον Νίκο Γόδα, τον ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού. Ο Βασίλης Βέγκος εκτός από ΕΛΑΣίτης ήταν και υπάλληλος του συγκεκριμένου εργοστασίου.

Τότε στις 13 Οκτοβρίου του 1944, ο ΕΛΑΣ απέτρεψε τους Γερμανούς που υποχωρούσαν να ανατινάξουν το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι και να βυθίσουν την Αθήνα στο σκοτάδι για πολλές εβδομάδες.

Ο Θανάσης ήταν 17 μόλις χρονών και είχε ενταχθεί στην ΕΠΟΝ. Όποτε έλεγε πως ο πατέρας του συμμετείχε στην Ηλεκτρική φούσκωνε από υπερηφάνεια για το κατόρθωμα του. Και ο πόλεμος τελείωσε. Και το Ελληνικό κράτος τίμησε δεόντως όλους τους μαχητές της Αντίστασης. Εξορία, εκτελεστικά αποσπάσματα, διωγμοί, θάνατος.

Ο Βασίλης Βέγκος μόλις «αποκαταστάθηκε η τάξις» τιμήθηκε για τους αγώνες του να μην ανατιναχτεί η Ηλεκτρική. Με συνοπτικές διαδικασίες το φοβικό κράτος των απόντων από κάθε αγώνα κατά των κατακτητών, εθνικοφρόνων, αντάμειψε τον Βασίλη Βέγκο με μια μεγαλοπρεπή απόλυση από το εργοστάσιο.

Όλες οι πόρτες για τον Βασίλη ήταν κλειστές. Δεν μπορούσε ή καλύτερα – απαγορευόταν ο κομμουνιστής να βρει δουλειά. Ο Θανάσης πήρε τη ζωή στα χέρια του και άρχισε να δουλεύει.

Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης

Ο μικρός Θανάσης έπρεπε μόλις άρχισε να μεγαλώνει να αρχίσει να βοηθάει την οικογένεια του, που τα έφερνε δύσκολα. Μικρός με τα σορτσάκια να «κολυμπάνε» επάνω του έκανε ένα σωρό δουλειές. Πάντα αεικίνητος.

Έγινε γαλατάς, μετά έπιασε δουλειά σαν βοηθός επεξεργασίας δερμάτων σε ένα βρώμικο και πνιγηρό πατάρι κοντά στο κέντρο. Έγινε χτίστης και ποτέ μα ποτέ δεν έλεγε «όχι» στο μεροκάματο ακόμη και εάν είχε μόλις τελειώσει τη δουλειά. Είπαμε έπρεπε να βοηθήσει την οικογένεια.

Στη Μακρόνησο

Και έφτασε η εποχή που ο Θανάσης έπρεπε να πάει φαντάρος. Γιος κομμουνιστή, και ΕΠΟΝίτης υπήρχε μόνο μια μετάθεση. Μακρόνησος σε κάποιο ΕΤΟ. Υπηρέτησε τη θητεία του σαν ανεπιθύμητος. Σαν μίασμα. Μια θητεία γεμάτη βασανιστήρια, ξύλο, πείνα, δίψα, εξευτελισμούς σε εκείνον τον «Παρθενώνα» της αναμόρφωσης που είχε πει και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος χωρίς καν να κοκκινίσει από ντροπή.

Ο Θανάσης άρχισε να χάνει τον εαυτό του από όσα περνούσε. Κλείστηκε και δεν μιλούσε σε κανέναν. Μόνο έτρεχε ή περπατούσε γρήγορα. Και δίπλα του να πέφτουν κορμιά. Νεκροί, σακατεμένοι νέοι άνθρωποι που δοκίμαζαν την δίψα στο άνυδρο νησί, ή το «αεροπλανάκι» ή το «σιδερωτήριο» που ήταν μερικές από τις αγαπημένες θηριωδίες των βασανιστών.

Η ηθοποιία

Και ξαφνικά εμφανίστηκε στη ζωή του Θανάση Βέγγου ένας άλλος κρατούμενος που έμελλε να του την αλλάξει. Ο Νίκος Κούνδουρός. Ο ίδιος περιγράφει πως γνώρισε τον αεικίνητο Θανάση.

«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. «Ζήτα μια χάρη και θα την κάνουμε», μου είπαν. Ζήτησα να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό, έστω και χωρίς φαΐ, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν!

Τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και ξάφνου ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται, κρατώντας κάτι πασσάλους και δυο – τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο!

«Τι κάνεις;» τον ρωτάω. «Θα πεθάνεις εδώ πάνω» απαντάει σοβαρός και συνεχίζει τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μες στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω».

Αυτός ήταν ο Θανάσης Βέγγος. Έμεινε στο κολαστήριο μέχρι το 1951. Εκεί γνώρισε τον Θεοδωράκη, τον Κατράκη, τον Λουντέμη, τον Ρίτσο, τον Καρούσο και άλλους «επικίνδυνους» για τη χώρα αλλά κυρίως για την κουλτούρα των εθνικοφρόνων.

Από το 1947 μέχρι την απόλυση του το 1950 οι φαντάροι της Μακρονήσου έχτισαν τρία θέατρα στο νησί. Τα έχτισαν για την δική τους ιδεολογική αναμόρφωση όπως έλεγαν οι ημιμαθείς βασανιστές τους. Τα έχτισαν με τα χέρια γυμνά να ματώνουν με πέτρες που έσπαγαν από τον βράχο, κάτω από τον ήλιο χωρίς νερό.

Σε μια από τις θεατρικές παραστάσεις δοκιμάστηκε και ο Θανάσης Βέγγος σαν ηθοποιός. Αυτό ήταν είχε βρει τον δρόμο του. Σχεδόν αμέσως έγινε ο αγαπημένος του τάγματος και όλοι τον ζητούσαν στις παραστάσεις.

«Σαν κλόουν»

Ο ίδιος ο Βέγγος θα πει για τα πρώτα του θεατρικά βήματα στη σκηνή της… Μακρονήσου: «Θυμάμαι, όταν ήμουν στη Μακρόνησο το ’49, στις παραστάσεις που οργάνωνε ο Νίκος Κούνδουρος, στο θεατράκι που είχαμε στο Δεύτερο Τάγμα. Με έβαζε και έπαιρνα το μικρόφωνο κι έλεγα ό,τι μου κατέβαινε στο μυαλό. Έκανα μιμήσεις, παρωδούσα διαφημίσεις για γυναικείες κρέμες, οτιδήποτε. Γελούσαν οι πάντες. Από πού κι ως πού εγώ αστείος, αναρωτιόμουνα μέσα μου.

Εκεί πρωτοείδα θέατρο. Είδα τον Κατράκη και τους άλλους μεγάλους να παίζουν. Ο Κούνδουρος με είχε σταμπάρει και πίστευε ότι θα μπορούσα να παίξω και με έβαλε κι έκανα διάφορα, σαν κλόουν περισσότερο.»

Όταν απολύθηκε από τον στρατό, η γνωριμία του με τον Κούνδουρο αποδείχτηκε καθοριστική. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954, στην ταινία «Μαγική Πόλη» του Νίκου Κούνδουρου.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος και ως φροντιστής στα κινηματογραφικά πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως Ο δράκος, Διακοπές στην Αίγινα, Μανταλένα, Ο Ηλίας του 16ου, Ποτέ την Κυριακή.

Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία Οι «δοσατζήδες» του 1959. Τον ίδιο καιρό, πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή.

Επίλογος

Κάπως έτσι ξεδιπλώθηκε η ζωή του τεράστιου Θανάση Βέγγου. Συνολικά γύρισε 126 ταινίες και ποτέ μα ποτέ δεν έχασε αυτό το γεμάτο αγάπη βλέμμα και την ανθρωπιά του.

Την δεκαετία του 90 η επιστροφή του στον κινηματογράφο δεν χαρακτηρίζεται από την αεικίνητη φιγούρα του. Η ερμηνεία του έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων αλλά μεγάλης εκφραστικότητας.

Ο ίδιος που βίωσε τις διώξεις καθηλώνει στη σκηνή της ταινίας «Ψυχή βαθιά» όταν πάει σαν ένας χωρικός να παραλάβει από τον Εθνικό Στρατό το πτώμα του στρατιώτη εγγονού του.

«Πού είναι το παιδί; Το θέλω πίσω. Πεντάρφανο… Εγώ το μεγάλωσα. Εγώ το ‘δωσα στην πατρίδα.» Λέει στον Ταξίαρχο Τσαγκλό και συνεχίζει «Ποια δόξα; Δεν είναι πόλεμος τούτο που μας βρήκε κύριε ταξίαρχε. Ντροπή είναι… Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες. (Σιωπή) Θέλω να το κηδέψω στο χωριό…Τον περιμένει όλο το χωριό…Δεν γυρίζω μόνος.»

Στην επόμενη σκηνή, ο Βέγγος, θα φορτώσει το πτώμα του εγγονού του στο κάρο και θα τραβήξει σιωπηλά για το χωριό του…

https://www.in.gr/2022/05/03/life/stories/thanasis-veggos-apo-ta-vasanistiria-stin-makroniso-stis-kardies-olon-ton-ellinon/