Τις τελευταίες εβδομάδες, οι δρόμοι των ευρωπαϊκών πόλεων αντήχησαν από τις διαμαρτυρίες των αγροτών, σε μία από τις πιο μαζικές αγροτικές κινητοποιήσεις του 21ου αιώνα. Με μότο No Farmers No Food, αγρότες, κτηνοτρόφοι, μελισσοκόμοι βγήκαν στους δρόμους για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους για μια σειρά από ζητήματα, από φοροαπαλλαγές για το πετρέλαιο κίνησης μέχρι περιβαλλοντικούς κανονισμούς. Αυτές οι διαμαρτυρίες, που εξαπλώνονται πέρα από τα σύνορα, υπογραμμίζουν την κοινή απογοήτευσή τους για τις κλιμακούμενες περιβαλλοντικές απαιτήσεις, το αυξανόμενο κόστος και την αντιληπτή έλλειψη
κοινωνικής εκτίμησης.Στην χώρα μας, οι αγρότες ζητούν Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), μείωση του κόστους παραγωγής, λόγω αύξησης κόστους ενέργειας, φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων, επιδότηση σε εφόδια και ζωοτροφές, αφορολόγητο αγροτικό πετρέλαιο, επιστροφή του Ενιαίου Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα καύσιμα, να σταματήσουν οι παράνομες ελληνοποιήσεις και πλήρη αποζημίωση των απωλειών (όπως για παράδειγμα στην πρόσφατη κακοκαιρία Daniel).
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή γεωργία είναι πολύπλευρες και απορρέουν από έναν συνδυασμό περιβαλλοντικής υποβάθμισης, οικονομικών πιέσεων και πολιτικής αδράνειας. Οι ευρωπαίοι αγρότες βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα πλέγμα κανονισμών και δυνάμεων της αγοράς που περιορίζουν όλο και περισσότερο την αυτονομία τους και την ικανότητά τους να αποκτούν ένα δίκαιο εισόδημα.
“Αυτές οι συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες των αγροτών στην Ευρώπη δείχνουν ότι κάτι δεν πάει καλά με το ευρωπαϊκό γεωργικό σύστημα. Ωστόσο, πολλοί δημοσιογράφοι και πολιτικοί βλέπουν το δέντρο και όχι το δάσος και συνδέουν τις διαμαρτυρίες με μια συγκεκριμένη πολιτική ή γεγονός” σχολιάζει η Natalia Mamonova από το ARC2020 και τοποθετεί τις διαμαρτυρίες των αγροτών ως δείκτες της συστημικής κρίσης του νεοφιλελεύθερου γεωργικού μοντέλου που έχει απογοητεύσει τους αγρότες και τον πλανήτη.
Οι καταναλωτές βλέπουν τις τιμές των προϊόντων να εκτοξεύονται και το κόστος της διατροφής να γίνεται ολοένα και πιο δυσβάσταχτο. “Κατηγορήστε το σύστημα όχι τους αγρότες”, λέει η Mamonova. Το μέλλον της γεωργίας βρίσκεται ανάμεσα στις πολύπλοκες προκλήσεις του 21ου αιώνα και οι αποφάσεις που θα ληφθούν σήμερα θα διαμορφώσουν τον κόσμο που θα αφήσουμε στις μελλοντικές γενιές. Είναι ανάγκη να οικοδομήσουμε ένα πιο βιώσιμο και ανθεκτικό σύστημα τροφίμων για όλους. Χωρίς αγρότες δεν υπάρχει τροφή. Και υπάρχει μία νέα γενιά, αυτή που δεν “κρατάει” καρέκλες και δεν έχει κομματικές εμμονές, για να δώσει ελπίδα.
“Δεν επωφελείται ο αγρότης από την ακρίβεια, αλλά κάποιος στο ενδιάμεσο”, λέει ο Πάνος Μανούδης, απόφοιτος της Γεωπονικής Σχολής και αγρότης-παραγωγός στη Λάρισα. Τα τελευταία πέντε χρόνια η τιμή της φακής που πουλάει ανά κιλό κυμαίνεται στα 0,90 λεπτά για να φτάσει τελικά σήμερα στο ράφι στα 3,70 – 3,80 ευρώ. “Θα μου μείνουν βαριά 0,30 λεπτά. Ούτε εγώ βγάζω ούτε ο καταναλωτής μπορεί να αγοράσει”.
Ο Παναγιώτης Σαμαρτζόπουλος, κτηνοτρόφος από τα Καλάβρυτα τονίζει πώς όλα τα κόστη – από το πετρέλαιο και το ρεύμα μέχρι τα λιπάσματα και τις ζωοτροφές – έχουν διπλασιαστεί. “Στο τέλος θα μου μείνει κέρδος ένα 15-20%. Με τον τρόπο που λειτουργεί το κράτος σε κάνει να μην θέλεις να παράγεις. Πας να κάνεις κάτι περισσότερο γιατί δουλεύεις 365 ημέρες τον χρόνο χωρίς οκτάωρο, ρεπό ή αργίες και στο τέλος θα τα πάρει όλα η εφορία. Ουσιαστικά, σου λέει μην παράγεις, θα τα εισάγω”.
Υπάρχει μία ολόκληρη αλυσίδα που τροφοδοτεί ένας αγρότης. Και οι δύο θεωρούν ότι η ενίσχυση από το κράτος είναι απαραίτητη. “Συμφωνώ με την πλειοψηφία των αιτημάτων, αλλά καλό είναι να μπορείς να στηρίξεις καθετί που ζητάς. Να υπάρχει διάλογος”, εξηγεί ο Πάνος Μανούδης.
“Σε αυτή τη χώρα, τη ζημιά την παθαίνει ο παραγωγός και ο καταναλωτής. Ο μεσάζοντας και αυτός που που επεξεργάζεται τα τρόφιμα βγάζουν το μεγάλο κέρδος.”
“Το κράτος δεν στηρίζει τον πρωτογενή τομέα σωστά. Δεν θέλω να ζήσω με την επιδότηση. Είναι πολλοί αυτοί που θα βάλουν μερικά στάχυα ίσα για να έρθει ο ΟΠΟΚΕΠΕ να κάνει τον έλεγχο και να την πάρουν. Θα πρέπει να στηρίξει αυτούς που παράγουν ουσιαστικά. Σε αυτή τη χώρα, τη ζημιά την παθαίνει ο παραγωγός και ο καταναλωτής. Ο μεσάζοντας και αυτός που που επεξεργάζεται τα τρόφιμα βγάζουν το μεγάλο κέρδος. Από μένα θα αγοράσει το γάλα 1,50 ευρώ και τώρα δεν ξέρω πόσο έχει φτάσει να κοστίζει η φέτα. Το αρνί το πουλάω 6 ευρώ και στο κρεοπωλείο θα το πάρεις 12 – 13 ευρώ. Διέλυσαν τα μικρά τυροκομεία και κρεοπωλεία και όλα γίνονται πολυεθνικές που θα ορίζουν τις τιμές όπου θέλουν. Όπως γίνεται δηλαδή και με τα λαχανικά και τα φρούτα, ό,τι παράγει κανείς”, προσθέτει ο Παναγιώτης Σαμαρτζόπουλος. Όσο μικρότερη είναι η παραγωγή ενός αγρότη τόσο πιο δύσκολη είναι η βιωσιμότητά του.
Στην πολύπαθη Θεσσαλία, η θωράκιση κρίνεται απαραίτητη για τον Πάνο Μανούδη. Χιλιάδες είναι τα πλημμυρισμένα στρέμματα στα Παρακάρλια χωριά ενώ και στον υπόλοιπο νομό υπάρχουν επίσης μεγάλες εκτάσεις που δεν μπορούν να καλλιεργηθούν. “Οι αγρότες πήραν αποζημιώσεις αλλά θα πρέπει να γίνει κάτι περισσότερο. Θα φανεί στην οικονομία της Θεσσαλίας. Περιμένουμε τέλος Φεβρουαρίου το master plan της ολλανδικής εταιρείας, ειδική για θέματα διαχείρισης υδάτων”.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΙΒΟΥ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ
Γεννημένος και μεγαλωμένος στην ελαιοπαραγωγική Σπάρτη Λακωνίας, ο Γιάννης Αλεξόπουλος αποφοίτησε από το τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι δημιουργός του Prasinoproject. Από το 2013 δραστηριοποιείται σε εξειδικευμένους γεωπονικούς τομείς, ένας από τους οποίους είναι και η παραγωγή στοχευμένων προϊόντων γαστρονομίας βιολογικής παραγωγής όπως ελαιόλαδο, πορτοκάλια, microgreens, βρώσιμα λουλούδια κτλ. Του ζητήσαμε να μας εξηγήσει με απλά λόγια πώς φτάσαμε να θεωρείται το ελαιόλαδο προϊόν πολυτελείας, αν υπάρχει αισχροκέρδεια εις βάρος των καταναλωτών και ποια είναι τελικά η στήριξη του κράτους.
“Καλωσήρθατε στον κόσμο των agricultural economics. Αρχικά υπάρχουν τα καλλιεργητικά κόστη. Σε αυτά θα υπολογίσεις εξοπλισμό και μηχανήματα, καθώς και εργατοώρες εργατών και ίδιων αγροτών. Επιπλέον, τα απαραίτητα/αναγκαία αναλώσιμα (φυτοπροστατευτικά σκευάσματα, προϊόντα θρέψης) τα οποία είναι προφανώς κοστολογικά επιβαρυμένα όταν αναφερόμαστε σε βιολογικές καλλιέργειες. Φυσικά, υπάρχουν τα ενεργειακά κόστη (καυσιμα, ηλεκτρικό ρεύμα), μα και τα κόστη που αφορούν τις υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος (ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές, φορολογία, κτλ). Κάποτε ο λογαριασμός σταματούσε εδώ. Πλέον, οι οργανωμένες ελαιοκομικές εκμεταλλεύσεις προβαίνουν σε εργαστηριακές αναλύσεις, τυποποίηση, διανομή, ανάπτυξη brand, συντήρηση ιστοσελίδας και διαφημιστικές δαπάνες, παρουσία σε εκθέσεις και πάει λέγοντας”.
Είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα η συζήτηση για το πώς φτάσαμε να αντικρίζουμε τέτοιες τιμές ως καταναλωτές. Το προφανές για τον Γιάννη Αλεξόπουλο είναι ότι οι πρωτόγνωρες καταστάσεις επιφέρουν πρωτόγνωρες συνέπειες, και αντιστρόφως. Από το καλοκαίρι του 2023 και έπειτα, μια σειρά από ετερόκλητους παράγοντες εκτόξευσε ανέβασε αρκετά την τιμή του ελαιολάδου. (Παρένθεση: η τιμή είναι υψηλή φέτος παγκοσμίως, οι προχθεσινές δημοπρασίες ελαιόλαδου ανά τη Μεσόγειο είναι σε παρεμφερή οικονομικά επίπεδα με της Ελλάδας, λίγο πιο κάτω από τα 9,50 ευρώ/λίτρο για έξτρα παρθένο ελαιόλαδο).
Το βασικότερο είναι η καθοριστικά μειωμένη παραγωγή ελαιόλαδου σε όλες τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες κυρίως λόγω προβληματικής καρπόδεσης στα τέλη της Άνοιξης. Μειωμένα αποθέματα, ενεργειακή κρίση, φυτοπαθολογικές απώλειες και κλιματική αλλαγή δημιούργησαν φέτος ένα καταλυτικό μείγμα παραγόντων που έφερε τον έλληνα ελαιοπαραγωγό, από φτωχό συγγενή, σε θέση διαπραγματευτικής ισχύος.
Φέτος είμαστε διπλά και τρίδιπλα προσεκτικοί όσον αφορά την αγορά ελαιόλαδου με “ντενεκέ” από αμφιβόλου κύρους πωλητές.
Υπάρχει αισχροκέρδεια σε βάρος των καταναλωτών; “Αν η ερώτηση αφορά αμιγώς την τιμή π.χ. του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου βιολογικής παραγωγής, η απάντηση είναι όχι. Ξεκάθαρα όχι. Απεναντίας, για τον σοβαρό έλληνα ελαιοπαραγωγό η φετινή τιμολόγηση του ελαιόλαδου είναι μιας μορφής δικαίωση. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο: τα ποιοτικά ελληνικά αγροτικά προϊόντα ηγούνται της παγκόσμιας παραγωγής. Δε χρειάζεται να αναλωθούμε στο πόσο κοστολογείται το ελληνικό ελαιόλαδο στο εξωτερικό. Θα συμφωνήσουμε όλοι βέβαια ότι πρέπει να ομαλοποιηθεί η στρωμάτωση των τιμών αναλογικά με την ποιότητα του προϊόντος. Φέτος έχει ελάχιστη διαφορά τιμής το συμβατικό από το βιολογικό ελαιόλαδο, κάτι που προσωπικά με λυπεί”.
Πού υφίσταται αισχροκέρδεια; “Μα φυσικά στη νοθεία, που φέτος ελλοχεύει να γίνει κανόνας. Για αυτό και φέτος είμαστε διπλά και τρίδιπλα προσεκτικοί όσον αφορά την αγορά ελαιόλαδου με “ντενεκέ” από αμφιβόλου κύρους πωλητές. Πόσο μάλλον για ελαιόλαδο βιολογικής παραγωγής, ζητάμε πάντα πιστοποίηση διασφάλισης ποιότητας που κάθε βιολογικός ελαιοκαλλιεργητής υποχρεούται να έχει βάσει νόμου”.
Ποια είναι η θέση στήριξης του κράτους; “Το κράτος στηρίζει με ελάχιστες επιδοτήσεις τόσο τους συμβατικούς ελαιοπαραγωγούς, όσο και τους αγρότες βιολογικής καλλιέργειας. Προσωπικά ήμουν πάντα υπέρμαχος του παρεμβατικού κράτους, όταν αυτό είναι απαραίτητο. Παρόλα αυτά, δεν υπήρξε ποτέ σοβαρή στήριξη στον ελαιοπαραγωγικό τομέα όταν πριν λίγα χρόνια είχε έρθει σε απόγνωση λόγω κατάρρευσης της τιμής του λαδιού, όπως δε διαπιστώνεται αντίστοιχη στήριξη της αγοράς απέναντι στη φετινή παγκόσμια ραγδαία αύξηση της τιμής. Και στις δύο περιπτώσεις λειτούργησε ο απλούστατος νόμος προσφοράς και ζήτησης. Με απλά λόγια, το ερώτημα αυτό έχει απαντηθεί εδώ και καιρό από τον κ. Μπογιόπουλο. Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου