Στο σημερινό μου άρθρο θα δώσω μια μικρή περιγραφή για το πώς έβλεπαν και χειρίστηκαν τις ελληνικές διεκδικήσεις για τη Βόρειο Ήπειρο στο βρετανικό Υπ. Εξωτερικών (Φόρεϊν Όφις). Και δηλώνω ότι αυτό δεν αποτελεί ειδική έρευνα για το θέμα, παρά μόνο μια μικρή αναφορά.
Μεταξύ των αποδεσμευμένων προ ετών εγγράφων επέλεξα δύο, τα οποία δίνουν την εικόνα μεταξύ 1946 και 1952.
Το πρώτο είναι Memorandum
ημερομηνίας 9 Μαΐου 1949, το οποίο αναφέρει περιπτώσεις που αναβίωσαν οι ελληνικές διεκδικήσεις για τη Βόρειο Ήπειρο μετά τις 11 Μαρτίου 1946, όταν εκδόθηκε το F.O.R.D. Paper με τα «Ελληνο-Αλβανικά Σύνορα» (“The Greek-Albanian Frontier”). Συνοπτικά το έγγραφο αναφέρει:Της ελληνικής αντιπροσωπίας το 1946 στη Διάσκεψη Ειρήνης, στο Παρίσι, ηγείτο ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης (Πρωθυπουργός) και περιελάμβανε και τους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Συμφώνησαν όλοι σε μια εθνική εξωτερική πολιτική και στην άμεση ανάγκη να πιέσουν την Αλβανία να δώσει μέρος της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα (Η αναφερόμενη περιοχή βρίσκεται στον συνημμένο χάρτη). Αποφάσισαν να θέσουν το ελληνικό αίτημα όταν θα συζητείτο η ιταλική συνθήκη για ειρήνη (η ιταλική αναγνώριση της Αλβανίας).
Στις 3 Αυγούστου, λοιπόν, ο κ. Τσαλδάρης έκανε μια αινιγματική ομιλία, ζητώντας η Βόρειος Ήπειρος να ενωθεί με την Ελλάδα. Το θέμα δεν συζητήθηκε.
Στις 14 Αυγούστου ο κ. Τσαλδάρης συναντήθηκε με τον Υπουργό Εξωτερικών (Ηνωμένου Βασιλείου) και εξέφρασε την ειλικρινή επιθυμία της κυβέρνησής του για ειρήνη με την Αλβανία. Ρώτησε κατά πόσον το Συμβούλιο Υπουργών των Εξωτερικών μπορούσε να κάνει προτάσεις για συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών. Του ζητήθηκε να ετοιμάσει εισηγήσεις για μια τέτοια συνθήκη.
Στις 22 Αυγούστου, σε συνεδρία της ολομέλειας, ο κ. Τσαλδάρης έθεσε ξανά το θέμα της Βορείου Ηπείρου και είπε ότι ήταν ανάγκη να λυθεί αυτή η διαμάχη μεταξύ Ελλάδας - Αλβανίας, προτού η Ελλάδα υπογράψει το Μέρος V (άρθρα 21-26) της Συνθήκης της Ιταλίας, που παραχωρούσε κάποια δικαιώματα σε μια χώρα με την οποία η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο.
Στις 30 Αυγούστου, στη συνεδρία της ολομέλειας, συζητήθηκε κατά πόσον η ελληνική αντιπροσωπία μπορούσε να ζητήσει από την ολομέλεια να διευθετήσει τα εκκρεμή θέματα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας.
Τον Νοέμβριο (1946) οι Έλληνες, κατόπιν συμβουλής του Βρετανού Υπ. Εξωτερικών, έθεσαν το αίτημά τους στη συνάντηση του Συμβουλίου Υπ. Εξωτερικών στη Νέα Υόρκη. Αυτό το έκαναν και λόγω της δήλωσης του Σοβιετικού ΥΠΕΞ, V. M. Molotov, στη συνεδρία της ολομέλειας στις 30 Αυγούστου, ότι όλα τα εδαφικά θέματα που εκκρεμούσαν από τη λήξη του πολέμου στην Ευρώπη μπορούσαν να συζητηθούν (στη Ν.Υ.) Συμφωνία του Potsdam.
Μέχρι το τέλος του 1946, όμως, το ελληνικό αίτημα δεν είχε ακόμα συζητηθεί. Κατά τη διάρκεια του 1947 είχε επίσημα επανα-τονιστεί στη διακήρυξη πολιτικής της κυβέρνησης Μαξίμου στις 27 Ιανουαρίου, και σε κοινοβουλευτικό ψήφισμα, 15 Οκτωβρίου, που εξουσιοδοτούσε την επικύρωση της ιταλικής συνθήκης ειρήνης. Το αίτημα παρέμεινε ονομαστικά σε εκκρεμότητα ενώπιον της Επιτροπής Υπ. Εξωτερικών…
Έκτοτε το θέμα δεν συζητήθηκε, εκτός στις συμφιλιωτικές συζητήσεις του Δρος Evatt αργά το 1948, αναφέρει το Memorandum, όταν οι βόρειοι γείτονες της Ελλάδας απαίτησαν όπως η χώρα θεωρήσει ως οριστική την τωρινή συνοριακή γραμμή μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας. Οι Έλληνες αρνήθηκαν…
Το δεύτερο έγγραφο, που ετοιμάστηκε από το Τμήμα Έρευνας του Φόρεϊν Όφις, 19.1.1952, αναφέρει και αυτό συνοπτικά:
Οι Έλληνες γι’ ακόμα μια φορά κατέκτησαν μέρος της Βορείου Ηπείρου το 1940-41 και εκδιώχθηκαν από τη γερμανική εισβολή.
Ενωρίς τον Σεπτέμβριο του 1941, η εξόριστη ελληνική Κυβέρνηση έθεσε στο Φόρεϊν Όφις τo θέμα της Βορείου Ηπείρου. Το Φόρεϊν Όφις πίστευε τότε ότι η θέση της Ελλάδας ήταν δυνατή, όμως έπρεπε να μετριαστεί με την τύχη της Αλβανίας, η οποία δεν θα ήταν βιώσιμη δίχως την αμφισβητούμενη περιοχή... Η βρετανική απόφαση ήταν να μη δεσμευόταν η βρετανική κυβέρνηση στο ελληνικό αίτημα. Στις 17 Δεκεμβρίου 1942, ο Βρετανός Υπ. Εξωτερικών από το βήμα της Βουλής των Κοινοτήτων υποσχέθηκε να υποστηρίξει την ανεξαρτησία της Αλβανίας και ολοκλήρωσε: «Η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος θεωρεί το θέμα των συνόρων του αλβανικού κράτους μετά τον πόλεμο ως θέμα που θα λυθεί με τη διευθέτηση ειρήνης».
Ο Α. Eden (ΥΠΕΞ) εξήγησε με επιστολή στον Έλληνα Πρέσβη, 30.12.1942, ότι η πολιτική της κυβέρνησής του ήταν να μη συζητηθούν θέματα εδαφικών αιτημάτων κατά τη διάρκεια του πολέμου και το επανέλαβε με επιστολή, 27.4.1942, προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό.
Τον Νοέμβριο του 1944, η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ζήτησε από τη βρετανική κυβέρνηση να δηλώσει ότι δεν θα παραβλέψει το ελληνικό αίτημα όταν έλθει η ώρα της τελικής διευθέτησης, όμως τέτοια δήλωση δεν έγινε.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1945, ο Έλληνας Πρέσβης (στο Λονδίνο) έθεσε ξανά το ελληνικό αίτημα.
Στις 23 Μαρτίου 1945, ο A. Eden ενημέρωσε την Αθήνα ότι αμφέβαλλε αν οι ελληνικές διεκδικήσεις εναντίον Βουλγαρίας και Αλβανίας θα αναγνωρίζονταν. Οι ελληνικές διεκδικήσεις συζητήθηκαν στο Φόρεϊν Όφις στις 28 Ιουνίου 1945 και αποφασίσθηκε ότι μπορούσε να δοθεί κάποια ικανοποίηση στην Ελλάδα στην παράλια περιοχή έναντι της Κέρκυρας… και ότι η βρετανική κυβέρνηση θα προσπαθούσε να συντονίσει την πολιτική της με εκείνην των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Σε συζήτηση με τον Έλληνα Βασιλέα στις 11 Σεπτεμβρίου 1945, ο Sir Orme Sargent (υπεύθυνος στο Φόρεϊν Όφις) εξήγησε την επίσημη θέση ότι τα μελλοντικά σύνορα της Αλβανίας (την ανεξαρτησία της οποίας είχαν υποσχεθεί), δεν ήταν θέμα που μπορούσε να διευθετήσει μόνη της η κυβέρνησή του, όμως «θα είχαν κατά νουν τις ελληνικές διεκδικήσεις» όταν θα συζητιούνταν τα θέματα. Ο Βασιλέας επεσήμανε ότι ο κ. Winston Churchill (Βρετανός Πρωθυπουργός) τού είχε πει ότι θα διασφάλιζε για την Ελλάδα ό,τι ζητούσε στη Βόρεια Ήπειρο, με την Ελλάδα να προσφέρει αποζημίωση στους συμμάχους της Μεγάλης Βρετανίας αλλού.
(Σημ. Το έγγραφο αναφέρει ότι το Τμήμα Έρευνας του Φ.Ο. δεν μπόρεσε να βρει την αναφορά του Έλληνα Βασιλέα για τη δήλωση Churchill στα αρχεία των τμημάτων του Φ.Ο.).
Στις 4 Μαΐου 1946, η βρετανική κυβέρνηση είπε στην Ελλάδα ότι, όταν οι ελληνικές διεκδικήσεις επανέλθουν για συζήτηση, «οι αντιπρόσωποί της θα πουν ότι το Λονδίνο δεν έχει αποφασίσει αλλά ότι ‘‘πρέπει να διερευνηθούν’’».
Τον Αύγουστο του 1946, η Επιτροπή των Αρχηγών των Βρετανικών Επιτελείων βρήκε ότι μπορεί να υπήρχε κάτι στις ελληνικές διεκδικήσεις στην Αλβανία σε περίπτωση που η τελευταία επιτίθετο της Ελλάδας, όμως αν αναμειγνυόταν και η Γιουγκοσλαβία θα αποδυνάμωνε την ελληνική θέση. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1946 είπαν στην Ελλάδα ότι ποτέ δεν της έκρυψαν πως θεωρούσαν αδύναμη τη θέση της και τις διεκδικήσεις έναντι Βουλγαρίας και Αλβανίας μάλλον «ενοχλητικές».
Τον Δεκέμβριο 1946, όταν οι Έλληνες κατέθεσαν έγγραφο με διεκδικήσεις ενώπιον της βρετανικής αντιπροσωπίας στη Νέα Υόρκη, και πάλι τους είπαν ότι δεν είχαν ελπίδες αποδοχής.
Στις 20 Οκτωβρίου 1947, η Ελλάδα επικύρωσε τη συνθήκη με την Ιταλία, αφήνοντας στο περιθώριο το θέμα με την Αλβανία. Τον Νοέμβριο του 1947 υπήρχε μια περίπτωση οι ΗΠΑ να υποστήριζαν επιστροφή της Β. Ηπείρου στην Ελλάδα, τελικά όμως το άφησαν να εκκρεμεί…
Στις 5 Νοεμβρίου 1949, ο Ernest Bevan (Βρετ. ΥΠΕΞ), είπε στην Ελλάδα ότι, κατά τη γνώμη του, η Ελλάδα δεν θα ήταν ποτέ ασφαλής από σοβιετική επέμβαση μέχρι να εγκαταλείψει τις διεκδικήσεις της για τη Β. Ήπειρο, δεν έδωσε διαβεβαίωση για βρετανική συμπαράσταση και ότι και οι Αμερικανοί συμφωνούσαν… Ο Τσαλδάρης παραδέχθηκε ότι το Λονδίνο δεν είχε επίσημα εγγυηθεί να υποστηρίξει την Ελλάδα για τις διεκδικήσεις της στη Β. Ήπειρο…
Ολοκληρώνοντας, το έγγραφο αναφέρει στα συμπεράσματά του:
Στο παρελθόν η Κυβέρνηση της Α.Μ. υποστήριζε τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Β. Ήπειρο. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η θέση της ήταν επιφυλακτική… υποστήριζε αποζημίωση στην Ελλάδα, στα Δωδεκάνησα, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή. Εφόσον (έγραψαν) δεν υπεγράφη Συνθήκη Ειρήνης με την Αλβανία, το ελληνο-αλβανικό σύνορο δεν μπορεί να θεωρείται ως τελικά διευθετημένο. Μπορεί, (είπαν) τελικά, να υπάρχει θέμα να δοθεί στην Ελλάδα μια αλβανική περιοχή έναντι της Κέρκυρας, περιλαμβανομένων των περιοχών Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα και Κονίσπολη.
«Φαίνεται», γράφουν, «ότι υπήρξαν εμπιστευτικές επικοινωνίες με την Ελλάδα για την επίσημη βρετανική θέση, όμως ταυτόχρονα άφησαν να νοηθεί ότι η πόρτα δεν έχει κλείσει οριστικά».
Σήμερα, μισό αιώνα μετά, μπορεί να θεωρηθεί σίγουρο πια πως αμφότερες οι πόρτες Λονδίνου και Αθήνας έκλεισαν στο θέμα Βορείου Ηπείρου…
Από το 2013 ο Βρετανός, πρώην Πρωθυπουργός (επί «Σχεδίου Ανάν/Χάνεϊ» για την Κύπρο) Tony Blair, ανέλαβε σύμβουλος του Αλβανού Πρωθυπουργού Edi Rama για να βοηθήσει την ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ… (https://www.bbc.co.uk/news/uk-politics-24387295).
*Ερευνήτρια/δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου