Μία από τις σπουδαιότερες αθλήτριες που φόρεσαν τα γαλανόλευκα και έκαναν μία λαμπρή καριέρα στον στίβο, ήταν η Μιρέλα Μανιάνι.
Η Μανιάνι, γεννήθηκε στο Δυρράχιο της Αλβανίας στις 21 Δεκεμβρίου του 1976 και έγινε Ελληνίδα μετά την απόκτηση της Ελληνικής υπηκοότητας του τότε συζύγου της, του αρσιβαρίστα
Γιώργου Τζελίλη.Η πρώτη -μεγάλη- διοργάνωση ήταν το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στίβου στην Αθήνα το 1997 όπου αν και μπήκε με την δεύτερη επίδοση στον τελικό, εκεί ήταν 9η. Διόλου άσχημη πρεμιέρα αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτή ήταν και η χειρότερη εμφάνιση που θα έκανε στην Ελλάδα.
Ονομα από… νότες
Η Μιρέλα πήρε το όνομά της από… νότες. Η μητέρα της ήταν λάτρης της μουσικής και αποφάσισε να την ονομάσει Μιρέλα από τις νότες του πενταγράμμα (Μι-Ρε-Λα).
Ο πατέρας της ήταν δεκαθλητής και από αυτόν κόλλησε το «μικρόβιο» του στίβου. Από τα 5 της την έτρεχε στα στάδια και ως τα 12 συνέχιζε να κάνει σπριντ ώσπου μία μέρα ενώ ο πατέρας της μιλούσε με έναν άλλο προπονητή, πήρε το ακόντιο μιας κοπέλας να ρίξει έτσι… για πλάκα. Αυτό ήταν! Έριξε καλύτερα από εκείνη που έκανε ακοντισμό και έτσι αποφάσισαν να ασχοληθεί με αυτό το αγώνισμα.
Αν και η μητέρα της ήθελε να ασχοληθεί με το πιάνο και την μουσική, αυτή προτίμησε τα… βάρη για να γίνει αθλήτρια του ακοντισμού. Στα 14 της πήρε το πρώτο της μετάλλιο, ένα χάλκινο στους Ολυμπιακούς Αγώνες Νεότητας. Πριν έρθει Ελλάδα ήταν… όπου φύγει φύγει.
Πήγε στην Αλαμπάμα των ΗΠΑ για σπουδές, μετά για ένα διάστημα πέρασε τον χρόνο της μεταξύ Γερμανίας και Αυστρίας όπου είχε συγγενείς. Τελικά το 1996, μετά την συμμετοχή της στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα με τα χρώματα της Αλβανίας, αποφάσισε να έρθει οριστικά στην Ελλάδα και βρήκε τον πρώτο της προπονητή, τον Βασίλη Κοκόλη.
Μία λαμπρή καριέρα
Μαζί του γνώρισε σπουδαίες επιτυχίες. Μετά το 1997 και το Παγκόσμιο της Αθήνας, έριξε με το νέο τύπου ακόντιο βολή στα 67,51μ. το 1999, επίδοση που επανέλαβε ένα χρόνο μετά, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϋ, για να κατακτήσει το αργυρό μετάλλιο.
Το 1999 ωστόσο, είχε ήδη σημειώσει την πρώτη της μεγάλη επιτυχία. Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Σεβίλλης με βολή στα 67,09μ. Αυτό ήταν το έναυσμα για μια σπουδαία καριέρα. Η επίδοση ήταν μάλιστα και παγκόσμιο ρεκόρ έστω και για λίγο, καθώς μόλις είχε αλλάξει το βάρος του ακοντίου στο αγώνισμα των γυναικών.
Το 2000 ήρθε το αργυρό στο Σίδνεϋ, ενώ ένα χρόνο μετά ήρθε ένα ακόμη αργυρό μετάλλιο στο Παγκόσμιο του Εντμοντον όπου με βολή στα 65,78μ. έμεινε πίσω από την τρομερή Κουβανή Οσλέιντις Μενέντεζ που θα ήταν και η μεγάλη της αντίπαλος τα επόμενα χρόνια.
Το 2002, είχε έρθει η ώρα να ανέβει και πάλι όμως στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου. Ήταν στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Μονάχου όπου καμία δεν κατάφερε καν να την πλησιάσει με την βολή της στα 67,47μ.
Το 2003 ήρθε ένα ακόμη χρυσό μετάλλιο, αυτή τη φορά στο Παγκόσμιο του Παρισιού, όπου με 66,52μ. άφησε τρία μέτρα πίσω της την δεύτερη Σικονένκο.
Η πρόκληση της καριέρας της ήρθε το 2004. Εχοντας να αντιμετωπίσει σειρά από τραυματισμούς, είχε μία σεζόν χωρίς βολή πάνω από τα 60 μέτρα. Στον προκριματικό των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας έριξε στην τελευταία βολή 61,04μ. και για 4 εκατοστά έπιασε το όριο πρόκρισης για τον τελικό.
Εκεί έδωσε την συγκλονιστικότερη μάχη της καριέρας της και στην τελευταία της προσπάθεια έριξε 64,29 μέτρα και να κατακτήσει την τρίτη θέση και το χάλκινο μετάλλιο.
Οι τραυματισμοί και το τέλος καριέρας
Αυτή ήταν και η τελευταία μεγάλη της επιτυχία. Οι τραυματισμοί συνεχίστηκαν το 2005 όπου στο Παγκόσμιο του Ελσίνκι έριξε τρεις άκυρες στον προκριματικό που έμελλε να είναι και η τελευταία της παρουσία σε μεγάλη διοργάνωση. Ενα χρόνο μετά έκανε επέμβαση στο χέρι. Η καριέρα της κάπου εκεί τελείωσε άδοξα, όμως είχε ήδη προλάβει να αφήσει το στίγμα της το αγώνισμα.
Μετά από αυτό απομακρύνθηκε από τον χώρο. Παντρεύτηκε ξανά και απέκτησε ένα παιδί με τον πρώην μπασκετμπολίστα Γιάννη Γιαννούλη. Από τότε έχει αφιερώσει τη ζωή της στην κόρη της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου