Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Οι ιστορίες που έχτισαν τον μύθο των Ολυμπιακών Αγώνων

 Abebe Bikila, 1960

Δέκα ολυμπιακοί «σταθμοί» από αθλητές, ομάδες και στιγμές, που σημάδεψαν ανεξίτηλα την ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων σε κάθε πιθανό επίπεδο.

Στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, τα πρόσωπα και οι στιγμές, αποκτούν μια ακόμα πιο ξεχωριστή διάσταση, όταν πλαισιώνονται από χαρακτηριστικά που μιλούν κατευθείαν στο θυμικό των

φιλάθλων. Οι εκπλήξεις, οι απρόσμενες νίκες ή ήττες, οι προκλήσεις πέρα από τα όρια, τα προσωπικά στοιχήματα, η επιμονή και το πείσμα για την επιτυχία, οι θυσίες για την επίτευξη του στόχου, η υπενθύμιση ότι το αθλητικό κίνημα δεν (πρέπει να) είναι άσχετο με την κοινωνική πραγματικότητα, ο σεβασμός στην αξία της συμμετοχής, το μεγαλείο της αυταπάρνησης, η θέληση για την ολοκλήρωση της προσπάθειας και η καθολική – τελικά – αναγνώριση από το κοινό, όλα αυτά είναι πλευρές που μαζί χτίζουν το οικοδόμημα του αθλητισμού. Το OneMan επέλεξε δέκα πρόσωπα και στιγμές, πραγματικούς «μύθους», που σημάδεψαν με τον τρόπο τους την ολυμπιακή ιστορία.

Abebe Bikila, ο ξυπόλητος αυτοκράτορας (1960)

Abebe Bikila, 1960 Ο Abebe Bikila τρέχει ξυπόλητος τον Μαραθώνιο στους Ολυμπιακούς του 1960 στη Ρώμη, ενώ πίσω του ακολουθεί ο Μαροκινός Rhadi Ben Abdesselam (10/9/1960). / ⓒ 1960 Associated Press

Ήταν 10 Σεπτεμβρίου του 1960, όταν οι θεατές του Μαραθωνίου δρόμου αντίκρισαν μια σχεδόν απίστευτη εικόνα μπροστά τους. Ένας από τους συμμετέχοντες αθλητές, έτρεχε χωρίς παπούτσια! Για τον ίδιο τον δρομέα, αυτό δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Το αντίθετο μάλιστα. Ο Abebe Bikila από την Αιθιοπία, ήταν γιος ενός βοσκού και από πολύ μικρός έτρεχε στα λιβάδια ξυπόλητος. Κάποια στιγμή αποφάσισε να βρει δουλειά στην Αντίς Αμπέμπα για να βοηθήσει την οικογένειά του και κατέληξε στην προσωπική φρουρά της βασιλικής οικογένειας. Τον ανακάλυψε ο Onni Niskanen, ένας Σουηδός φινλανδικής καταγωγής, που εργαζόταν ως προπονητής νέων ταλέντων και τον πήρε κοντά του.

Ο Bikila άρχισε να προπονείται, πότε με και πότε χωρίς παπούτσια, ήταν συνηθισμένος άλλωστε. Δεν ήταν μέλος της ολυμπιακής αποστολής που θα ταξίδευε στη Ρώμη για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960. Όμως την τελευταία στιγμή, ο Niskanen τον πήρε στο αεροπλάνο για να αντικαταστήσει έναν άλλο αθλητή που είχε αρρωστήσει. Η adidas ήταν τότε ο επίσημος προμηθευτής παπουτσιών της διοργάνωσης, αλλά όταν ο Bikila θέλησε να βρει ένα ζευγάρι, είχαν μείνει λίγα και αυτό που του έδωσαν δεν του ταίριαζε. Έτσι λοιπόν, λίγες ώρες πριν την εκκίνηση, ο Αιθίοπας αποφάσισε να τρέξει στον Μαραθώνιο ξυπόλητος. Ο Niskanen τον ενημέρωσε για τους βασικούς αντίπαλους που θα είχε στον αγώνα.

Κυρίως του μίλησε για τον Μαροκινό Rhadi Ben Abdesselam, ο οποίος θα φορούσε το νούμερο 26. Όμως τελικά ο Abdesselam δεν πρόλαβε να παραλάβει έγκαιρα τον αριθμό του και φόρεσε το 185, που είχε χρησιμοποιήσει στα 10 χιλιόμετρα. Η κούρσα ξεκίνησε και ο Bikila, προσπερνώντας συνεχώς αθλητές, έψαχνε τον Μαροκινό με το νούμερο 26, χωρίς να ξέρει ότι τον είχε ακριβώς από πίσω του με το 185! Οι δυο τους πήραν διαφορά από τους υπόλοιπους και ο Αιθίοπας έκανε ένα ντεμαράζ 500 μέτρα πριν τον τερματισμό, που του έδωσε μια διαφορά περίπου μισού λεπτού και μαζί τη νίκη, την πρώτη σε Ολυμπιακούς για έναν αθλητή από την Υποσαχάρια Αφρική. Ο χρόνος του, 2:15:16.2, ήταν νέο ολυμπιακό ρεκόρ.

Όταν ρωτήθηκε γιατί έτρεξε ξυπόλητος, απάντησε στους δημοσιογράφους: «Ήθελα να μάθει όλος ο κόσμος, ότι η χώρα μου η Αιθιοπία, κερδίζει πάντοτε με αποφασιστικότητα και ηρωισμό». Ο Bikila νίκησε και τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Τόκιο, καταρρίπτοντας το παγκόσμιο ρεκόρ και έγινε ο πρώτος μαραθωνοδρόμος με δυο συνεχόμενες νίκες σε Ολυμπιακούς αγώνες. Η μόνη αλλαγή στο σενάριο ήταν ότι εκεί έτρεξε φορώντας παπούτσια. Το 1968 στο Μεξικό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, αφού εκτός από ένα σπασμένο μικρό οστό στο πόδι του πριν τους αγώνες, τραυματίστηκε και στο γόνατο. Ένα χρόνο αργότερα έμεινε παραπληγικός μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα και τελικά πέθανε το 1973 σε ηλικία μόλις 41 ετών.

Aleksandr Karelin, η πτώση ενός γίγαντα (2000)

Aleksandr Karelin, 2000 Ο Aleksandr Karelin (αριστερά) στον τελικό των 130 κ. της Ελληνορωμαϊκής πάλης με αντίπαλο τον Αμερικανό Rulon Gardner στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ (27/9/2000). / ⓒ 2000 Katsumi Kasahara/Associated Press

Ο Aleksandr Karelin, με απλά λόγια, είναι ο κορυφαίος αθλητής της Ελληνορωμαϊκής πάλης όλων των εποχών. Ένα πραγματικό θηρίο της φύσης, με ύψος 1.91 και βάρος 130 κιλά, ο Ρώσος κυριάρχησε απόλυτα σε κάθε πιθανή μεγάλη διοργάνωση από το 1987 μέχρι το 2000. Σε αυτά τα 13 χρόνια, ο «Μέγας Αλέξανδρος», όπως ήταν ένα από τα παρατσούκλια του, κέρδισε μόνο χρυσά μετάλλια: 9 σε παγκόσμια πρωταθλήματα, 12 σε ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και 3 σε ολυμπιακούς αγώνες, στη Σεούλ, στη Βαρκελώνη και στην Ατλάντα.

Ήταν αήττητος από το 1987 μέχρι το 2000, σκορπώντας τον «τρόμο» με το περίφημο “Karelin lift”, τη λαβή με την οποία κλείδωνε τα χέρια στη μέση του αντιπάλου του, τον ανέβαζε στον αέρα, λύγιζε τη μέση του και τον πετούσε πίσω από την πλάτη του. Ο Matt Ghaffari, ο μεγάλος του αντίπαλος, είχε δηλώσει για τον Karelin ότι ήταν «απάνθρωπα δυνατός». Οι δυο τους είχαν βρεθεί αντιμέτωποι 20 φορές και ο Ιρανός, πολιτογραφημένος Αμερικάνος, είχε χάσει σε όλες. Ο Ρώσος βρέθηκε στο Σίδνεϊ για να γίνει ο πρώτος παλαιστής με τέσσερα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια. Έφτασε μέχρι τον τελικό χωρίς να χάσει σημείο (14-0).

Εκεί θα αντιμετώπιζε έναν Αμερικανό, τον Rulon Gardner, τον οποίο είχε νικήσει τρία χρόνια πριν. Ο Karelin ήταν φυσικά τα αδιαφιλονίκητο φαβορί, όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε. Αφού το πρώτο τρίλεπτο τελείωσε χωρίς σκορ, στο ξεκίνημα του δεύτερου, οι δυο αθλητές έπρεπε να «κλειδώσουν» τα χέρια τους, ο ένας γύρω από το σώμα του άλλου, μέχρι κάποιος από τους δυο να κάνει κίνηση για να κερδίσει σημείο ή μέχρι κάποιος από τους δυο να λύσει τη λαβή του. Ο Gardner κατάφερε να κρατήσει τα δικά του κλειστά, όμως η λαβή του Καρέλιν «έσπασε» για ελάχιστα εκατοστά του δευτερολέπτου.

Οι κριτές συμβουλεύτηκαν το βίντεο και μόλις σιγουρεύτηκαν για το τί είχε συμβεί, έδωσαν τον πόντο στον Αμερικανό, ο οποίος στη συνέχεια περιορίστηκε στο να αποφεύγει τις επαφές με τον Ρώσο, κάτι που σε συνδυασμό με την κούραση στα τελευταία λεπτά του Karelin, του έδωσε ένα απρόσμενο χρυσό μετάλλιο, θέτοντας παράλληλα τέλος στην κυριαρχία του αντιπάλου του. Οι Ρώσοι διαμαρτυρήθηκαν, θεωρώντας ότι δεν έπρεπε να δοθεί πόντος. Έτσι κι αλλιώς, ο κανονισμός των «σπασμένων χεριών» ήταν καινούργιος, αλλά τελικά καθόρισε την έκβαση του αγώνα.

Michael Phelps, το πιο δύσκολο μετάλλιο (2008)

Michael Phelps, 2008 Ο τερματισμός του Michael Phelps (δεξιά) και του Milorad Cavic στα 100 μ. πεταλούδας των Ολυμπιακών του Πεκίνου (16/8/2008). / MICHAEL KAPPELER/AFP/VISUALHELLAS.GR

Ο μεγάλος στόχος του Michael Phelps το 2008 στο Πεκίνο, ήταν να ισοφαρίσει καταρχάς το ρεκόρ των επτά χρυσών μεταλλίων του Mark Spitz από το 1972 στο Μόναχο και αν όλα πήγαιναν καλά, να το καταρρίψει, φτάνοντας μέχρι τα οχτώ. Τέσσερα χρόνια πριν, είχε σταματήσει στα έξι χρυσά, χωρίς όμως να υπάρχει αγωνία για το ρεκόρ, αφού οι πιθανότητες του Phelps είχαν εξαφανιστεί από νωρίς, με τα δυο χάλκινα μετά τα πρώτα τρία αγωνίσματα. Στο Πεκίνο όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά, αφού ο 23χρονος Αμερικανός έκανε το έξι στα έξι, με δυο ακόμα αγωνίσματα να απομένουν: τα 100 μ. πεταλούδας και η σκυταλοδρομία μικτής ομαδικής. Το πρώτο πολύ μεγάλο ραντεβού για τον Phelps ήταν κλεισμένο στις 16 Αυγούστου.

Μια πιθανή νίκη θα του έδινε το έβδομο χρυσό μετάλλιο στη διοργάνωση και θα τον έφερνε πλέον δίπλα στον Spitz. Η μεγαλύτερη απειλή ήταν ο Σέρβος – γεννημένος στις ΗΠΑ – Milorad Cavic, ο οποίος μάλιστα είχε φροντίσει να δημιουργήσει κλίμα πριν τον τελικό με τις δηλώσεις του: «Θα είναι καλό για την κολύμβηση αν χάσει ο Phelps. Θα είναι ωραίο για τους ιστορικούς του μέλλοντος να λένε ότι ο Phelps πήγαινε για οχτώ μετάλλια, όμως ένας τύπος του στέρησε το ένα από αυτά. Θα ήθελα πολύ να είμαι εγώ αυτός ο τύπος». Ο Phelps υποδέχτηκε χωρίς πρόβλημα τα όσα είπε ο Cavic, απαντώντας: «Όταν ακούω κάτι τέτοια, ξεσηκώνομαι μέσα μου. Σίγουρα μου δίνουν ακόμα μεγαλύτερο κίνητρο».

Στον αγώνα τώρα, ο Cavic έφυγε πολύ καλύτερα στην εκκίνηση από τον Phelps και γύρισε πρώτος στο 50άρι, με τον Αμερικανό να κάνει τη στροφή στην 7η θέση, 0.62″ πίσω από τον Σέρβο. Στο δεύτερο πενηντάρι, ο Phelps μείωνε συνεχώς τη διαφορά και τελικά έπεσαν και οι δυο μαζί στον τερματισμό. Ο Cavic καθυστέρησε μεγαλώνοντας την τελευταία χεριά του, αντίθετα ο Phelps έκανε κακό υπολογισμό και χρειάστηκε μισή χεριά ακόμη, με αποτέλεσμα να πιάσουν σχεδόν ταυτόχρονα τον αισθητήρα στο τοίχωμα της πισίνας. Η ηλεκτρονική μέτρηση έδωσε αμέσως πρώτο τον Phelps με διαφορά ενός εκατοστού του δευτερολέπτου (50.58 έναντι 50.59). Ο ίδιος ο Phelps παραδέχτηκε αργότερα ότι νόμισε πως η έξτρα μισή χεριά τού είχε στοιχίσει το χρυσό.

Αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, η Σερβική αποστολή κατέθεσε ένσταση, υποστηρίζοντας ότι ο Cavic είχε ακουμπήσει πρώτος, αλλά χωρίς την απαραίτητη δύναμη ώστε να ενεργοποιηθεί ο αισθητήρας. Αξιωματούχοι της FINA είδαν τα επίμαχα καρέ σε ανάλυση 1 προς 10.000 του δευτερολέπτου και κατέληξαν ότι το χρυσό ήταν του Phelps. Πάντως η αρχική άρνηση της Omega, επίσημου χρονομετρητή των αγώνων, να δώσει στη δημοσιότητα υποβρύχιες φωτογραφίες του τερματισμού, πυροδότησε διάφορα σενάρια για τη χορηγική σχέση της εταιρίας με τον Phelps. Τελικά η Omega παρουσίασε τις επόμενες μέρες όλα τα στοιχεία που αποδείκνυαν τη νίκη του Αμερικανού. Η «σφαίρα της Βαλτιμόρης» πήρε ένα ακόμα χρυσό μετά από 24 ώρες, το όγδοο συνολικά και με αυτόν τον τρόπο βελτίωσε το στοιχειωμένο ρεκόρ του Spitz μετά από 36 χρόνια.

Alexander Belov, η πρώτη ήττα των ΗΠΑ (1972)

Alexander Belov, 1972 Ο Alexander Belov πετυχαίνει το νικητήριο καλάθι της ΕΣΣΔ επί των ΗΠΑ στον τελικό του μπάσκετ στους Ολυμπιακούς του Μονάχου (10/9/1972). / ⓒ 1972 Associated Press

Το 1972 στο Μόναχο, στο ολυμπιακό τουρνουά του μπάσκετ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν – για μια ακόμα φορά – το μεγάλο φαβορί για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου. Οι ΗΠΑ είχαν κατακτήσει και τα επτά χρυσά μετάλλια στις προηγούμενες διοργανώσεις, από το 1936 και μετά δηλαδή, όταν το μπάσκετ προστέθηκε στο ολυμπιακό πρόγραμμα. Οι Αμερικανοί έκαναν περίπατο μέχρι τον τελικό, κερδίζοντας και τα 8 παιχνίδια τους (7 στον όμιλο συν τον ημιτελικό με την Ιταλία), ανεβάζοντας το νικηφόρο σερί τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο απίθανο 63-0! Οι Σοβιετικοί από την μεριά τους, έφτασαν και αυτοί αήττητοι στον τελικό, κερδίζοντας όλα τα ματς στον όμιλο και την Κούβα (67-61) στον ημιτελικό.

Οι δυο φιναλίστ συναντήθηκαν στις 9 Σεπτεμβρίου για να διεκδικήσουν την πρώτη θέση. Οι Σοβιετικοί δυσκόλεψαν τους αντιπάλους τους και σχεδόν σε όλο το παιχνίδι ήταν μπροστά στο σκορ. Τρία δευτερόλεπτα πριν τη λήξη και ενώ το σκορ ήταν 49-48 υπέρ των Σοβιετικών, οι Αμερικανοί κέρδισαν φάουλ και δυο βολές. Από εκείνο το σημείο και μετά, ξεκίνησε ένα μπέρδεμα άνευ προηγουμένου. Ο Collins ισοφάρισε με την πρώτη εύστοχη βολή και μόλις ήταν έτοιμος να σουτάρει τη δεύτερη, ήχησε η κόρνα της γραμματείας. Υποτίθεται ότι οι Σοβιετικοί είχαν ζητήσει τάιμ άουτ ανάμεσα στις δυο βολές και η γραμματεία καθυστέρησε να το γνωστοποιήσει στους διαιτητές.

Ο Collins ευστόχησε και στη δεύτερη και ενώ οι Σοβιετικοί επανέφεραν τη μπάλα, ο βοηθός προπονητής τους, άρχισε να διαμαρτύρεται στη γραμματεία, με αποτέλεσμα οι διαιτητές να διακόψουν το παιχνίδι, με τον φωτεινό πίνακα να δείχνει ότι απέμενε ένα δευτερόλεπτο. Μετά από διαβουλεύσεις και την επέμβαση του William Jones, γ.γ. της FIBA, αποφασίστηκε να επαναληφθούν τα τρία τελευταία δευτερόλεπτα. Το παιχνίδι ξανάρχισε και έληξε χωρίς οι Σοβιετικοί να καταφέρουν να πετύχουν καλάθι. Όμως το χρονόμετρο, όταν έγινε η επαναφορά της μπάλας, έδειχνε 50 δεύτερα και όχι τρία!

Ενώ λοιπόν οι Αμερικάνοι πανηγύριζαν τη νίκη, μετά από νέες διαβουλεύσεις, αποφασίστηκε να παιχτούν για δεύτερη φορά τα τρία δεύτερα, αυτή τη φορά με το χρονόμετρο διορθωμένο. Εκεί, ο Edeshko έκανε μια μακρινή πάσα στην αμερικανική ρακέτα, ο Alexander Belov έπιασε τη μπάλα και την άφησε στο καλάθι, διαμορφώνοντας έτσι το τελικό 51-50 μέσα σε σοβιετικό ντελίριο. Οι Αμερικανοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα, δεν κατάφεραν όμως να αλλάξουν κάτι και αποφάσισαν να μην προσέλθουν στην τελετή της απονομής των μεταλλίων. Με αυτόν τον επεισοδιακό τρόπο λοιπόν, διακόπηκε το νικηφόρο σερί των ΗΠΑ, ενώ 49 χρόνια μετά, τα ασημένια τους μετάλλια συνεχίζουν να βρίσκονται στα γραφεία της ΔΟΕ.

Steve Redgrave, τραβάει ακόμα κουπί (2000)

Steve Redgrave, 2000 Ο Steve Redgrave με το πέμπτο του χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ (23/9/2000). / ALAMY/VISUALHELLAS.GR

«Όποιος με ξαναδεί να κωπηλατώ, έχει την άδειά μου να με πυροβολήσει!» Αυτά ήταν τα λόγια του Steve Redgrave το 1996 στην Ατλάντα, αμέσως μετά την κατάκτηση του τέταρτου χρυσού μεταλλίου σε τέσσερις συνεχόμενες ολυμπιακές διοργανώσεις. Ο πιο πετυχημένος κωπηλάτης στην ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων και ένας από τους σημαντικότερους Βρετανούς αθλητές όλων των εποχών, δεν κράτησε τελικά το λόγο του. Στα 34 χρόνια του, ήταν προφανές ότι οι τέσσερις πρωτιές, μια στην τετράκωπο και τρεις στη δίκωπο, δεν του ήταν αρκετές. Ήθελε να προκαλέσει τον ίδιο του τον εαυτό πέρα από τα – φυσιολογικά – όρια.

Ο Redgrave είχε επίσης στη συλλογή του μέχρι τότε και έξι χρυσά σε παγκόσμια πρωταθλήματα. Η πιθανότητα της διεκδίκησης όμως, ενός πέμπτου μεταλλίου και μάλιστα χρυσού, αποδείχτηκε ότι ήταν το τέλειο κίνητρο για έναν αθλητή, που στην ηλικία του, αν δεν είχε εγκαταλείψει την αγωνιστική δράση, ήταν «καταδικασμένος» να τον αποκαλούν είτε παππού είτε βετεράνο. Μεγάλο ρόλο πάντως στην απόφασή του να συνεχίσει, έπαιξε ο παρτενέρ του στους θριάμβους της Βαρκελώνης και της Ατλάντα, Matthew Pinsent. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο Γερμανός προπονητής των Βρετανών, Jürgen Gröbler.

Πρώτα απέκλεισε τη δίκωπο, αποφασίζοντας την επιστροφή στην τετράκωπο. Και στη συνέχεια έψαξε να βρει τους δυο που θα συμπλήρωναν το πλήρωμα. Από εκεί και μετά ξεκίνησε μια μακρά περίοδος σκληρής προετοιμασίας, με καθημερινές πολύωρες προπονήσεις, έτσι ώστε η τετράδα να μάθει να συνεργάζεται άψογα και να λειτουργεί σαν ένα σώμα. Το 1997 ο Redgrave έμαθε ότι έπασχε από διαβήτη τύπου 1. Δεν το έβαλε όμως κάτω, αποφασισμένος να νικήσει κάθε εμπόδιο. Φτάνοντας λίγο πριν τον τελικό στόχο, τον Ιούλιο του 2000, στη ρεγκάτα της Λουκέρνης για το παγκόσμιο κύπελλο, πήραν μόλις την τέταρτη θέση. Ήταν η πρώτη ήττα όχι μόνο της τετράδας, αλλά και των Redgrave  και Pinsent από το 1992.

Παρόλα αυτά, δυο μήνες αργότερα, στις 23 Σεπτεμβρίου, στο Σίδνεϊ, μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος θεατών που είχε πάει για να παρακολουθήσει τον μεγάλο τελικό, το βρετανικό πλήρωμα δε λάθεψε. Οι James Cracknell, Tim Foster, Matthew Pinsent και Steve Redgrave, άντεξαν στην επίθεση των Ιταλών και με μια τιτάνια προσπάθεια κράτησαν την πρώτη θέση για μόλις 38 εκατοστά του δευτερολέπτου. Ο Redgrave είχε κατακτήσει τον απόλυτο άθλο, κάνοντας πέντε τα χρυσά του μετάλλια, ενώ οι πανηγυρισμοί πάνω στην τετράκωπο ήταν τουλάχιστον συγκινητικές ανάμεσα στα τέσσερα ευτυχισμένα μέλη του πληρώματος.

«Αίμα στην πισίνα», Ουγγαρία vs ΕΣΣΔ (1956)

Ervin Zador, 1956 Ο Ούγγρος Ervin Zador αιμορραγεί μετά τη γροθιά που δέχτηκε από τον Σοβιετικό Valentin Prokopov στον αγώνα πόλο μεταξύ Ουγγαρίας και ΕΣΣΔ στους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης (6/12/1956). / ⓒ 1956 Associated Press

Στις 23 Οκτωβρίου του 1956 μια μικρή φοιτητική διαδήλωση στη Βουδαπέστη εξελίχθηκε μέσα σε μερικές ώρες σε μαζική λαϊκή εξέγερση κατά του καθεστώτος. Μια εβδομάδα αργότερα, την 1η Νοεμβρίου, σοβιετικός στρατός και τανκς μπήκαν στη χώρα και κατέπνιξαν την επανάσταση στο αίμα. Οι νεκροί υπολογίζονται σε 2.500 ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 13.000. Την ώρα που άρχιζε η σοβιετική επίθεση στη Βουδαπέστη, η εθνική ομάδα πόλο της Ουγγαρίας βρισκόταν σε ένα προπονητικό κέντρο στα περίχωρα της πόλης και έκανε την προετοιμασία της για τους Ολυμπιακούς αγώνες της Μελβούρνης, όπου και θα υπερασπιζόταν τον τίτλο που είχε κερδίσει τέσσερα χρόνια πριν, στο Ελσίνκι. Με τους αγώνες να απέχουν χρονικά μόνο δυο μήνες, οι Μαγιάροι πολίστες μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στη γειτονική Τσεχοσλοβακία, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις προπονήσεις τους μακριά από τα πεδία της μάχης.

Μόνο όταν η αποστολή έφτασε στην Αυστραλία, μπόρεσαν οι Ούγγροι να πληροφορηθούν την πραγματική έκταση των γεγονότων που είχαν συμβεί στη χώρα τους, με φυσικό επακόλουθο την ανησυχία όλων για τις οικογένειές τους, τους φίλους και τους γνωστούς τους. Οι αθλητές είδαν τη συμμετοχή τους στους αγώνες σαν μια πράξη ευθύνης απέναντι στους συμπατριώτες τους, αποκτώντας έτσι διπλό κίνητρο για τη νίκη. Εκτός από την αθλητική διάκριση, ήθελαν να παλέψουν και για την τιμή της χώρας τους. Το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου, λίγες ώρες πριν την έναρξη της συνάντησης, οι Ούγγροι πολίστες συγκεντρώθηκαν στον ξενώνα που διέμεναν και συμφώνησαν πως πήγαιναν σε πόλεμο. Από την αρχή το παιχνίδι ξέφυγε από κάθε έλεγχο με σκληρά χτυπήματα μέσα και έξω από το νερό. Οι κλωτσιές και οι γροθιές έπεφταν ασταμάτητα εκατέρωθεν.

Κάποια στιγμή ο αρχηγός της Ουγγρικής ομάδας, Dezso Gyarmati, κατάφερε ένα σχεδόν δολοφονικό χτύπημα στο πρόσωπο ενός αντιπάλου, σηκώνοντας αμέσως μετά τη σφιγμένη γροθιά του προς το πλήθος που τον αποθέωσε. Ενώ η κατάσταση μέσα στην πισίνα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, ο Ervin Zador είχε ήδη καταφέρει να σκοράρει δυο φορές, προκαλώντας πραγματικό ντελίριο στις κερκίδες που φώναζαν ρυθμικά: “Hajra Magyarok!” (πάμε Ούγγροι!). Μπαίνοντας στα τελευταία λεπτά του παιχνιδιού και ενώ το σκορ ήταν ήδη 4-0 υπέρ της Ουγγρικής ομάδας, ο Zador μάρκαρε τον Valentin Prokopov, στον οποίο είχε ήδη απευθύνει δεκάδες βρισιές και προσβολές, από τον Χρουστσόφ μέχρι την οικογένειά του. Ο Σοβιετικός γύρισε και του έριξε ένα ντιρέκτ βγαλμένο μέσα από ρινγκ, σκίζοντάς του το πρόσωπο κάτω από το δεξί μάτι. Ο Zador αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πισίνα για να του προσφερθούν άμεσα οι πρώτες βοήθειες.

Η θέα της αιμορραγίας στο πρόσωπο του Ούγγρου αθλητή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και οδήγησε το εξοργισμένο πλήθος στα άκρα. Δεκάδες θεατές – ανάμεσά τους και πολλοί αυτοεξόριστοι Ούγγροι – έφυγαν από τις θέσεις τους και περικύκλωσαν την πισίνα απειλώντας τους Σοβιετικούς με λιντσάρισμα. Για να αποφύγει τα χειρότερα η αυστραλιανή αστυνομία και ενώ απέμενε μόνο ένα λεπτό για τη λήξη της συνάντησης, επενέβη με ισχυρές δυνάμεις, αναγκάζοντας τον κόσμο να εκκενώσει τις κερκίδες και υποχρεώνοντας τους διαιτητές να διακόψουν το ματς. Η ουγγρική ομάδα ανακηρύχθηκε νικήτρια, αφού βρισκόταν συνεχώς μπροστά στο σκορ και στη συνέχεια κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο μέσα σε πρωτόγνωρη αποθέωση στην τελετή της απονομής. Αμέσως μετά τη λήξη των αγώνων, τα περισσότερα από τα 100 συνολικά μέλη της Ουγγρικής Ολυμπιακής αποστολής δεν επέστρεψαν στην πατρίδα τους και ζήτησαν πολιτικό άσυλο σε χώρες της Δύσης.

Οι υψωμένες γροθιές του Black Power (1968)

Smith, Norman, Carlos, 1968 Το βάθρο των 200 μ. στους Ολυμπιακούς του Μέξικο Σίτι. Από αριστερά, Peter Norman (δεύτερος), Tommie Smith (πρώτος) και John Carlos (τρίτος). (16/10/1968) / ⓒ 1968 Associated Press

Μέξικο Σίτι, 16 Οκτωβρίου 1968. Ο τελικός των 200 μέτρων έχει ολοκληρωθεί με μεγάλο νικητή τον Αμερικανό Tommie Smith, που με χρόνο 19.83 έχει καταρρίψει και το παγκόσμιο ρεκόρ. Δεύτερος έχει τερματίσει ο Αυστραλός Peter Norman και τρίτος ο επίσης Αμερικανός John Carlos. Ο κόσμος χειροκροτάει τους νικητές χωρίς να υποψιάζεται τί πρόκειται να επακολουθήσει. Λίγο αργότερα, ξεκινάει η τελετή της απονομής. Οι τρεις αθλητές παίρνουν τα μετάλλιά τους και γυρνούν προς τις σημαίες για την ανάκρουση του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ. Τότε οι Smith και Carlos, με σκυμμένα κεφάλια, σηκώνουν ψηλά τις γροθιές τους, φορώντας μαύρα γάντια.

Και οι τρεις αθλητές έχουν στο στήθος τους κονκάρδες της OPHR (Olympic Project for Human Rights), οργάνωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι δυο Αμερικανοί δε φοράνε παπούτσια, μόνο μαύρες κάλτσες, που συμβολίζουν τη φτώχεια των μαύρων. Ο Smith έχει τυλίξει ένα μαύρο μαντήλι γύρω από τον λαιμό του, το οποίο αντιπροσωπεύει την μαύρη περηφάνια, ενώ ο Carlos έχει ανοιχτό το φερμουάρ της φόρμας του, σαν δείγμα αλληλεγγύης προς όλους τους εργάτες των ΗΠΑ και στο λαιμό φοράει ένα κολιέ από χάντρες «για όλους εκείνους που λιντσαρίστηκαν ή θανατώθηκαν χωρίς κάποιος να πει μια προσευχή για αυτούς».

Το Ολυμπιακό Στάδιο έχει παγώσει. Οι γροθιές κατεβαίνουν μόλις τελειώνει ο εθνικός ύμνος και η σιωπή μετατρέπεται σε γιούχα προς τους τρεις αθλητές. Η φωτογραφία κάνει την επόμενη μέρα τον γύρο του κόσμου. Ο Tommie Smith θα πει: «Αν κερδίσω, τότε είμαι Αμερικανός, ούτε καν μαύρος Αμερικανός. Αν όμως κάνω κάτι κακό, τότε είμαι νέγρος. Είμαστε μαύροι και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Η μαύρη Αμερική θα καταλάβει τί κάναμε απόψε». Και θα συμπληρώσει αργότερα ότι ο χαιρετισμός δεν ήταν αυτός από τους Μαύρους Πάνθηρες, αλλά «ένας χαιρετισμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Η ΔΟΕ παίρνει αμέσως θέση.

Αποκλείει από τους αγώνες τους Smith και Carlos και ζητάει από την Αμερικανική αποστολή να τους αποβάλλει από το ολυμπιακό χωριό, απειλώντας πως αν δεν το κάνει, θα εκδιωχθεί όλη η αμερικανική ομάδα του στίβου από τους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι δυο Αμερικανοί επιστρέφουν στις ΗΠΑ, όπου αντιμετωπίζουν τη χλεύη, ακόμα και απειλές για τη ζωή τους. Θα περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να αναγνωριστεί η γενναία στάση τους. Ο δε Norman θα αποκλειστεί από τους επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες (αν και είχε πιάσει όλα τα όρια). 53 χρόνια αργότερα, όλοι θυμούνται αυτούς τους τρεις υπέροχους τύπους, που έστειλαν το δικό τους μήνυμα διαμαρτυρίας, δίνοντας μαζί και ένα ηχηρό χαστούκι στα μούτρα του ρατσισμού παγκοσμίως.

Teófilo Stevenson, ανίκητος στο ρινγκ (1980)

Teófilo Stevenson, 1980 Ο Teófilo Stevenson (δεξιά), στον τελικό των βαρέων βαρών της πυγμαχίας, με αντίπαλο τον Σοβιετικό Pyotr Zayev στους Ολυμπιακούς της Μόσχας (2/8/1980). / ⓒ 1980 Associated Press

Ο Teófilo Stevenson γεννήθηκε το 1952 στην Κούβα και από την παιδική του ηλικία μέχρι και την εφηβεία του, ο κόσμος έβλεπε τις Ηνωμένες Πολιτείες να σαρώνουν τα μετάλλια της πυγμαχίας στην κατηγορία των βαρέων βαρών με ονόματα θρύλους, που στη συνέχεια ακολούθησαν επαγγελματική καριέρα, φτάνοντας μέχρι τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή. Το 1960 στη Ρώμη ο Cassius Clay, το 1964 στο Τόκιο ο Joe Frazier, το 1968 στο Μέξικο Σίτι ο George Foreman. Ο Teófilo ξεκίνησε την πυγμαχία υπό την επίβλεψη του πατέρα του, που γνώριζε το άθλημα, αφού είχε δώσει και ο ίδιος μια σειρά από αγώνες σε ερασιτεχνικό επίπεδο, πριν αποσυρθεί. Το ταλέντο του μικρού ήταν προφανές, το ίδιο και η αποτελεσματικότητα που είχε η δεξιά του γροθιά. Σιγά σιγά άρχισε να ανεβαίνει σκαλιά και κατηγορίες, αν και εκείνα τα πρώτα χρόνια δεν ήταν γεμάτα επιτυχίες.

Το αντίθετο μάλιστα, αφού ο Teófilo γνώρισε είκοσι φορές την ήττα μέχρι τα 18 του χρόνια. Από το 1964 και μετά, εντάχθηκε στην κουβανική σχολή του μποξ, με σοβιετικούς προπονητές, οι οποίοι είχαν σταλεί από τη Μόσχα για να βοηθήσουν τη χώρα του Κάστρο στην ανάπτυξη του αθλητισμού. Ο Andrei Chervonenko, ο Yevgeny Ogurenkov και ο Vasili Romanov, ανέλαβαν το ακατέργαστο διαμάντι, για να το διαμορφώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το 1968 ήρθε η πρώτη επιτυχία με την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο εθνικό πρωτάθλημα νέων, στην Αβάνα. Στα 17 του, συνέχισε πλέον να προπονείται αποκλειστικά υπό τις οδηγίες του Chervonenko και το 1971 ήρθε το χάλκινο στους Παναμερικανικούς αγώνες του Κάλι. Ο μικρός ήταν έτοιμος για την πρώτη του συμμετοχή σε Ολυμπιακούς αγώνες.

Με ύψος 1.96 και μια πρωτόγνωρη κινητικότητα για το μέγεθος και τα κιλά του, ο Στίβενσον αντιμετώπισε στον προημιτελικό τον Duane Bobick, τη “μεγάλη λευκή ελπίδα”, όπως τον αποκαλούσαν, έναν πυγμάχο που ένα χρόνο νωρίτερα είχε νικήσει τον Κουβανό στο Κάλι και ήταν το φαβορί της συνάντησης. Οι πρώτοι δυο γύροι μοιράστηκαν, ο πρώτος για τον Teófilo, ο δεύτερος για τον Αμερικανό. Στον τρίτο όμως, ο Stevenson διέλυσε τον αντίπαλό του, τον έριξε τρεις φορές κάτω και ανάγκασε τον διαιτητή να διακόψει τον αγώνα. Η συνάντηση, που θεωρείται από τις μεγαλύτερες παραστάσεις του Teófilo, μεταδόθηκε τηλεοπτικά στην Κούβα, σκορπώντας θύελλα ενθουσιασμού. Από εκεί και μετά, το χρυσό μετάλλιο αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση με ένα νοκ άουτ στον ημιτελικό και την απουσία του Ρουμάνου Ion Alexe από τον τελικό λόγω τραυματισμού.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Μόντρεαλ, ο Stevenson έκανε περίπατο, φτάνοντας στο δεύτερο χρυσό με τρία νοκ άουτ και ένα τεχνικό νοκ άουτ στον τελικό. Λίγο καιρό μετά, αρνήθηκε την πρόταση πέντε εκατομμυρίων δολαρίων για να γίνει επαγγελματίας και να αντιμετωπίσει τον Muhammad Ali. «Τι είναι ένα εκατομμύριο δολάρια, μπροστά στην αγάπη οχτώ εκατομμυρίων Κουβανών;», ήταν η απάντησή του. Ο Stevenson ήταν ο αγαπημένος αθλητής των συμπατριωτών του, αλλά και του ίδιου του Φιντέλ Κάστρο, με τον οποίο είχε φιλική σχέση. Μετά την άρνησή του να περάσει στο επαγγελματικό μποξ, ολοκλήρωσε την «τριάδα» στη Μόσχα, όπου κέρδισε τους πρώτους δυο αγώνες με νοκ άουτ και πήρε τους δυο επόμενους στα σημεία. Ήταν η κορύφωση μιας μεγάλης καριέρας, που θα μπορούσε να έχει και συνέχεια στο Λος Άντζελες, αν δεν υπήρχε το μποϊκοτάζ. Ο Teófilo Stevenson πέθανε το 2012 από καρδιακή προσβολή. Θεωρείται μέχρι και σήμερα ο κορυφαίος ερασιτέχνης πυγμάχος όλων των εποχών.

Kerri Strug, ο ορισμός της αυταπάρνησης (1996)

Kerri Strug, 1996 Η Kerri Strug στα χέρια του προπονητή της, Béla Károlyi, στη διάρκεια της απονομής του χρυσού μεταλλίου στη γυναικεία ομάδα των ΗΠΑ για το σύνθετο ομαδικό της γυμναστικής (23/7/1996). / ⓒ 1996 Susan Ragan/Associated Press

Από το 1952, όταν η γυναικεία ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης πήρε για πρώτη φορά μέρος στο σύνθετο ομαδικό της γυμναστικής, οι γυμνάστριές της κατέκτησαν όλα τα χρυσά μετάλλια μέχρι το 1988 στη Σεούλ, αλλά και εκείνο του 1992 στη Βαρκελώνη ως Ενωμένη ομάδα (πρώην ΕΣΣΔ). Τέσσερα χρόνια αργότερα, στην Ατλάντα, πλέον ως Ρωσία, ήταν και πάλι το φαβορί για το χρυσό. Η μάχη ξεκίνησε, με τις Ρωσίδες να έχουν απέναντί τους ως κυριότερη αντίπαλο την ομάδα των ΗΠΑ, τις γνωστές και ως “Magnificent seven” (υπέροχες επτά).

Την αμερικανική ομάδα (χάλκινη το 1992 στη Βαρκελώνη), που αγωνιζόταν μπροστά στο κοινό της, αποτελούσαν οι Shannon Miller, Amanda Borden, Jaycie Phelps, Amy Chow, Dominique Dawes, Dominique Moceanu και Kerri Strug. Αυτή η τελευταία έμελλε να πρωταγωνιστήσει σε μια από τις πιο δραματικές, αλλά και συγκινητικές συγχρόνως στιγμές της σύγχρονης ολυμπιακής ιστορίας. Ενώ ο τελικός εξελισσόταν, με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ να βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής στη βαθμολογία, μετά από διαδοχικές κακές προσπάθειες στο άλμα και από τις δυο πλευρές, έφτασε η σειρά της Strug για την πρώτη προσπάθειά της. Η 18χρονη από την Αριζόνα πήρε φόρα, εκτέλεσε το άλμα της και προσγειώθηκε άτσαλα πέφτοντας προς τα πίσω.

Η μικρή βαθμολογία όμως ήταν το μικρότερο κακό, αφού η Αμερικανίδα είχε χτυπήσει τον αστράγαλό της. Εκείνη τη στιγμή, οι ΗΠΑ είχαν εξασφαλίσει το χρυσό μετάλλιο, αλλά οι υπεύθυνοι της ομάδας δεν το γνώριζαν. Έτσι, ο προπονητής, Béla Károlyi, προσπάθησε να εμψυχώσει την αθλήτριά του πριν τη δεύτερη προσπάθειά της, επαναλαμβάνοντας τη φράση “You can do it, Kerri”. Η Strug πήρε φόρα, στριφογύρισε στον αέρα και προσγειώθηκε σωστά στα δυο πόδια. Αμέσως όμως σήκωσε το αριστερό της πόδι και έπεσε στο στρώμα κλαίγοντας από τους πόνους. Οι 9.712 βαθμοί που της έδωσαν οι κριτές, ήταν περισσότεροι από αρκετοί για το χρυσό.

Το κοινό ξέσπασε σε ζητωκραυγές, ενώ η Strug οδηγήθηκε αμέσως με φορείο στο ιατρείο των εγκαταστάσεων, όπου της τοποθετήθηκε πρόχειρος νάρθηκας. Ο Károlyi, που δεν ήθελε σε καμία περίπτωση η αθλήτριά του να χάσει την τελετή της απονομής, τη σήκωσε στα χέρια του και την οδήγησε στο βάθρο, μέσα σε πραγματικό ντελίριο. Η Strug είχε γίνει μέσα σε λίγα λεπτά η ηρωίδα των αγώνων της Ατλάντα, ένα παράδειγμα αυταπάρνησης και μια εικόνα που σημάδεψε για πάντα την ολυμπιακή ιστορία, την ίδια στιγμή που η γυναικεία ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών κατακτούσε για πρώτη φορά το χρυσό μετάλλιο στο σύνθετο ομαδικό.

Gabriela Andersen, πέρα από τα όρια (1984)

Gabriela Andersen, 1984 Η στιγμή του τερματισμού της Gabriela Andersen στον Μαραθώνιο των Ολυμπιακών του Λος Άντζελες (5/8/1984). / AFP/VISUALHELLAS.GR

Το 1984, στο Λος Άντζελες, ήταν η πρώτη φορά που μπήκε στο ολυμπιακό πρόγραμμα του στίβου ο Μαραθώνιος γυναικών. Πενήντα αθλήτριες πήραν την εκκίνηση και τερμάτισαν 44. Νικήτρια αναδείχθηκε η κάτοχος τότε του παγκοσμίου ρεκόρ, Αμερικανίδα Joan Benoit, με χρόνο 2:24.52. Στη δεύτερη θέση τερμάτισε η Νορβηγίδα Grete Waitz και το βάθρο συμπλήρωσε η Rosa Mota από την Πορτογαλία. Ο κόσμος που είχε κατακλύσει το Ολυμπιακό Στάδιο “Los Angeles Memorial Coliseum”, έζησε μια από τις πιο ξεχωριστές στιγμές στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων.

Είχαν ήδη τερματίσει 36 αθλήτριες, όταν έκανε την είσοδό της στο στάδιο η Gabriela Andersen. Η Ελβετίδα αθλήτρια ζούσε μόνιμα στις ΗΠΑ, στο Αϊντάχο και εργαζόταν ως δασκάλα του σκι, αλλά εκπροσωπούσε την Ελβετία στους αγώνες. Η 39χρονη Andersen είχε πρωτεύσει την προηγούμενη χρονιά σε δυο Μαραθώνιους (Καλιφόρνια και Μινεάπολις). Η εικόνα της όμως, μόλις εισήλθε στο στάδιο, σόκαρε τους πάντες. Δεν έδινε απλώς την αίσθηση, αλλά τη σιγουριά ότι θα κατέρρεε από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο.

Το σώμα της ήταν διπλωμένο στα δυο, τα χέρια της έμοιαζαν να έχουν πάθει αγκύλωση και τα πόδια της τρέκλιζαν κυριολεκτικά. Με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει, έκανε νόημα στους γιατρούς που την πλησίασαν, να φύγουν μακριά της, γνωρίζοντας πως αν την άγγιζαν, θα ακυρωνόταν. Το κοινό φώναζε με όλη του τη δύναμη, προσπαθώντας να της δώσει κουράγιο για τα τελευταία 400 μέτρα, ενώ η ίδια σταματούσε κάθε λίγο, πιάνοντας το κεφάλι της.

Τα συμπτώματα της πλήρους εξάντλησης ήταν φανερά πάνω της, όμως οι γιατροί του σταδίου που την παρακολουθούσαν διακριτικά, είδαν πως συνέχιζε να ιδρώνει, πράγμα που σήμαινε ότι ο οργανισμός της είχε ακόμα διαθέσιμα υγρά, οπότε της επέτρεψαν να συνεχίσει και να τερματίσει. Μόλις ολοκλήρωσε τη στροφή στο στάδιο (της πήρε σχεδόν έξι δραματικά λεπτά), κατέρρευσε και παραδόθηκε στις φροντίδες των γιατρών, ενώ χιλιάδες κόσμου δε σταμάτησαν στιγμή να την αποθεώνουν. Η Andersen πήρε την 37η θέση, αλλά πέρασε στην ολυμπιακή ιστορία ως ένα από τα πιο συγκλονιστικά παραδείγματα θέλησης και αποφασιστικότητας, πέρα και έξω από κάθε φυσιολογικό όριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου