Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Ενας υπέροχος Ελληνας - To φαινόμενο Τεντόγλου - Γράφει η Πέπη Ραγκούση

Πόσο καιρό τον ξέρουμε αυτόν τον τύπο; Ούτε καν δύο χρόνια. 
Ηταν το καλοκαίρι του 2021, στους Ολυμπιακούς του Τόκιο, όταν πρωτογνωρίσαμε – τουλάχιστον το μεγάλο κοινό – τον Μίλτο Τεντόγλου. Εναν 23χρονο, τότε, από τα Γρεβενά που μας είχε εντυπωσιάσει όχι μόνο με τις επιδόσεις του στο άλμα εις μήκος αλλά και με την αμεσότητά του. 
Με τον τρόπο που είχε να υπερβαίνει τα αναμενόμενα και να μας εκπλήσσει με τα αυτονόητα. Που, σε μία από τις πρώτες του δηλώσεις, πριν καν τους Ολυμπιακούς, είχε πει ότι χρωστάει τις νίκες του στην κοπέλα του που του σπάει τα νεύρα και ξεσπάει στο σκάμμα. Που είχε παραδεχθεί ότι ο αντίπαλός του ήταν καλύτερος και ο ίδιος, απλώς, τυχερός. 
Που είχε σκάσει το πρωί στο γήπεδο με μαύρα γυαλιά σαν να γύριζε, τις παλιές εποχές, από μπουζούκια. Που, όταν του έκαναν την πλέον αμήχανη ερώτηση στην ιστορία της δημοσιογραφίας, πώς αισθάνεται δηλαδή μετά τη νίκη του, απάντησε αυτό που δεν είχε απαντήσει κανείς έως τότε: «Τίποτα».


Μωρέ, μήπως μας πουλούσε στυλ; Σε καμία περίπτωση. Αυτά αποκαλύπτονται πολύ γρήγορα, ειδικά σε τόσο νεαρές ηλικίες. Και κάθε φορά, σε κάθε αγώνα, σε κάθε δήλωσή του, ο Μίλτος είναι απόλυτα συνεπής με αυτό που έχει δείξει έως τώρα. Εναν τύπο εντελώς απολλώνειο, ακόμη και στις εξάρσεις του, σε ένα περιβάλλον και μια χώρα όπου ο διονυσιασμός θεωρείται αρετή, μην πω και ηθική.
 
Εδώ και χρόνια έχουμε, ως κοινωνία, περάσει σε μια φάση την οποία φαίνεται να είχε οραματιστεί ο Κώστας Ταχτσής όταν σκάρωνε τις ηρωίδες του στο «Τρίτο στεφάνι». Ειδικά την Εκάβη. Που πάντα για τις κακοδαιμονίες αλλά ακόμη και για τις δικές της στραβοτιμονιές φταίει κάποιος άλλος. Που θεωρεί ότι είναι θύμα μιας αδικίας, ενίοτε και συμπαντικής. Που περισσότερο γκρινιάζει και μεμψιμοιρεί για το κακό που τη βρήκε παρά ασχολείται με το πώς θα το διορθώσει. Και που πάντα την κατατρέχει εκείνο το «αν δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα, εγώ θα ήμουν αλλιώς». 
Αυτό δεν κάνουμε κι εμείς σε συλλογικό επίπεδο και χωρίς βεβαίως τη λογοτεχνική «φόδρα» του Ταχτσή που δίνει δραματική αξία στους ήρωες; Γκρούπες είμαστε που φαντασιώνονται τη θυματοποίησή τους. Για να μπορούν να βγουν στους δρόμους και να καταγγείλουν.

Κι έρχεται αυτό το σπουδαίο παιδί, αυτός ο σπουδαίος Ελληνας, και μας τα λέει αλλιώς. Τον αδίκησαν και του ακύρωσαν το 8,40 διότι φορούσε «μη πιστοποιημένα» παπούτσια; Λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά. Και να ένα 8,41 λίγες μέρες αργότερα. Γιατί ο Μίλτος δεν μιλάει, πράττει. Δεν συνομιλεί με το θυμικό του αλλά με τη λογική. Δεν συγκινείται (ούτε, όπως είπε, με τις νότες του «Ζορμπά» όταν ακούστηκαν στο στάδιο μετά το χρυσό στους Ολυμπιακούς), πεισμώνει και συνεχίζει. Για αυτά και για πολλά άλλα έχουμε ανάγκη τον Τεντόγλου. Και τους γονείς του. Για να τους ρωτήσουμε τι, τέλος πάντων, έκαναν και μεγάλωσαν τέτοιο διαμάντι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου