400 σελίδες που φεύγουν σαν ευανάγνωστο νερό…
Δεν είναι εύκολο. Είναι άβολο. Δύσκολο. Με όλες σχεδόν τις πιθανότητες εναντίον σου. Μια “Mission Impossible” από αυτές που αν διάβαζε το σενάριό της ο Τομ Κρουζ (που, θυμίζουμε, ετοιμάζεται για μια ταινία στο διάστημα) θα έλεγε «πάσο» και θ’ αποχωρούσε υπό το δημοφιλές soundtrack των ήχων που παράγει μια κότα.
Δεν είναι μόνο ότι ξεκινάς με τα μαύρα στην σκακιέρα (τώρα με το «Γκαμπί της Βασίλισσας» έχουμε γίνει όλοι αυθεντίες στο σκάκι,
έτσι;)- όχι. Ξεκινάς με τα μαύρα, χωρίς τους πύργους σου, χωρίς τα άλογά σου, χωρίς τους αξιωματικούς και 4 πιόνια, χωρίς την ίδια σου την Βασίλισσα και καλείσαι να μείνεις όρθιος, εσύ, ένας αλλοτινός Βασιλιάς του σελιλόιντ, ένας εκπεσών auteur που χάρισε στο φιλοθεάμον κοινό ορισμένες από τις πιο λαμπερές στιγμές στην ιστορία του σινεμά.Πλέον, όμως, να…είναι άβολο. Το κίνημα #metoo σου επιτίθεται με τ’ αδηφάγα «σαγόνια» του και σου ξεσκίζει τις καλλιτεχνικές σάρκες, οι ηθοποιοί- άλλοτε αμετανόητοι φαν σου που θα σκότωναν, σε μεταφορικό επίπεδο (ή μπορεί και όχι…) για να πουν έστω και μια ευφυή ατάκα στις ταινίες σου- αρνούνται να συνεργαστούν μαζί σου, το τελευταίο σου φιλμ δεν βρίσκει διανομή, η αυτοβιογραφία σου αλλάζει συνεχώς εκδοτικούς οίκους γιατί αυτοί, όπως αίφνης διαπρύσια δηλώνουν, δε θέλουν «να εκδώσουν το έργο ενός παιδεραστή», η εικόνα σου φθείρει, αποδομείται, γερνάει, μοιάζει να πρωταγωνιστεί στο Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι. Κι εσύ…
Κι εσύ, έχεις μονάχα μια ευκαιρία να πεις τη δική σου εκδοχή της ιστορίας. Να «καθαρίσεις», ει δυνατόν, το όνομά σου, χαρίζοντας στο μεσοδιάστημα ψήγματα αέναης σοφίας, σπαρταριστό γέλιο, και μερικά βλέμματα στην σκοτεινή, ερεβώδη πλευρά του ανθρώπινου ψυχισμού.
Και, ξέρεις κάτι; Παρά τα 85 σου χρόνια σχεδόν τα καταφέρνεις. Γιατί;
Γιατί είσαι ο Γούντι Άλεν.
Κι αυτό είναι το “Apropos of nothing”.
Το μυστικό της επιτυχίας; Να είσαι διαφορετικός από τους άλλους
Το 2020- αυτή την υπέροχη χρονιά που αν ήταν άνθρωπος θα ήταν σίγουρα ο Χίτλερ- o Γούντι Άλεν αποφάσισε να εκδώσει την αυτοβιογραφία του, επιστρέφοντας στη συγγραφή βιβλίων μετά από μακρά αποχή.
Παρά το γεγονός πως αρχικά πληθώρα εκδοτικών οίκων εξέφρασαν ενδιαφέρον να πάρουν τα δικαιώματά της, η «αναμόχλευση» της διαβόητης υπόθεσης του βιασμού της 7χρονης Ντίλαν- της θετής κόρης της Μία Φάροου- το 1992 και η έκρηξη του κινήματος #metoo, που αυτοστιγμεί σχεδόν συντάχτηκε με την Ντίλαν, έβαλαν στον πάγο τα σχέδια του σκηνοθέτη.
Μετά από μια, ορσονγουελικών διαστάσεων, εκδοτική «τραγωδία», ο Άλεν βρήκε εν τέλει στέγη και η αυτοβιογραφία του εκδόθηκε μετά κόπων και βασάνων τον περασμένο Μάρτιο. Μάλιστα, κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε εκπληκτική μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη.
Το «Σχετικά με το τίποτα» αποτελεί, κατ’ ουσίαν, μια σπουδαία καταγραφή της περιπετειώδους ζωής του Άλεν, όμως αυτό στο οποίο άπαντες στάθηκαν (και εν πολλοίς δικαίως) είναι τα όσα έγραψε για το σκάνδαλο με την υποτιθέμενη- και λέμε «υποτιθέμενη» μιας και σύμφωνα με τον νόμο ο Γούντι είναι αθώος- κακοποίηση της υιοθετημένης κόρης της πρώην συντρόφου του.
Αυτό το εκτενές κεφάλαιο του βιβλίου επισκιάζει συνολικά το έργο και είναι πραγματικά κρίμα.
Γιατί;
Πολύ απλά γιατί από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο φαίνεται αυτό που άπαντες ξέρουμε: ο Γούντι είναι πολύ διαφορετικός από όλους τους άλλους.
O πατέρας μου μ’ έχει δείρει μόνο μια φορά: άρχισε το Σεπτέμβριο του 1945 και τέλειωσε το Mάρτιο του 1956
Το πρώτο μέρος του “Apropos of Nothing” είναι ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα, από εκείνα που εγχαράσσονται στη μνήμη με ανεξάλειπτο μελάνι και κάνουν τον αναγνώστη να «καταπίνει» τις σελίδες με ένα μόνιμο μειδίαμα στα χείλη.
Ο συγγραφέας Άλεν με καινοφανή, για τα δικά του λογοτεχνικά (και όχι σεναριακά) δεδομένα, άνεση μας μεταφέρει στο Μπρούκλιν της δεκαετίας του 1940, όπου και μεγάλωσε.
Η αναβίωση της εποχής λέξη με τη λέξη γίνεται ολοένα και πιο ρεαλιστική, με τα ψήγματα απτής μαγείας να μη λείπουν εδώ κι εκεί. Με απροσδόκητη ευστροφία και καθαρότητα σκέψης για άνθρωπο 85 ετών, ο Γούντι περιγράφει γλαφυρότατα τα παιδικά του χρόνια, το πώς έκλεβε χρόνο για να πηγαίνει στο σινεμά, πειράζει συνεχώς τους δικούς του ανθρώπους με βιτριολικές ατάκες που μόνο αυτός μπορεί να γράψει («Ο παππούς μου άφησε στον πατέρα μου το μαγαζί του κι αυτός έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά: μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατάφερε να διπλασιάσει τα χρέη του»), ξεδιπλώνει τις νευρώσεις του, τις αμέτρητες φοβίες του, φέρεται στο παρελθόν με τη δέουσα νοσταλγία και προσπαθεί, ανεπιτυχώς είναι η αλήθεια για όσους γνωρίζουν καλά το έργο του, να σαμποτάρει την εικόνα του ως διανοούμενου.
«Ποτέ δε διάβασα τον “Οδυσσέα”, τον “Δον Κιχώτη”, τη “Λολίτα”, το “Catch-22”, το “1984”, τίποτα από Βιρτζίνια Γουλφ, κανέναν Ε. Μ. Φόρστερ, κανέναν Ντ. Χ. Λόρενς. Τίποτα από τις αδερφές Μπροντέ ή τον Ντίκενς.
Όσον αφορά τις ταινίες, ποτέ δεν είδα το “Τσίρκο” του Τσάρλι Τσάπλιν ή τον “Θαλασσοπόρο” του Μπάστερ Κίτον. Ποτέ δεν είδα οποιαδήποτε βερσιόν του “Ένα Αστέρι Γεννιέται”. Ποτέ δεν είδα την “Κοιλάδα της Κατάρας”, τα “Ανεμοδαρμένα Ύψη”, το “Camille”, το “Ξέσπασμα μιας Ψυχής”, το “Μπεν Χουρ”, τη “Νύφη του Φρανκενστάιν” και πολλά άλλα.
Δεν υποτιμώ τις δουλειές αυτές, για την αμάθειά μου μιλάω και για το πώς ένα ζευγάρι γυαλιά δεν αρκεί για να κάνει κάποιον ένα ιδιαίτερα μορφωμένο άτομο, πόσω μάλλον ένα διανοούμενο», γράφει χαρακτηριστικά, πείθοντας, ενδεχομένως, μονάχα το σκανδαλιάρικο εγώ του.
Το άτυπο πρώτο μέρος του «Σχετικά με το τίποτα» διαβάζεται απνευστί, με τις περιγραφές των τοπίων του τότε να φέρνουν στο νου το πρόσφατο “Wonder Wheel” που γύρισε ο ίδιος.
Ναι, είναι ξεκάθαρο: το κομμάτι μέχρι την ενηλικίωση- ή και λίγο μετά- του Γούντι θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει μια υπέροχη ταινία.
Ξέρετε τώρα, δα, σαν ποιες.
Σαν εκείνες που κερδίζουν τα Όσκαρ.
Η πρώτη μου γυναίκα ήταν πολύ ανώριμη. Έμπαινε στο μπάνιο και βύθιζε τα καραβάκια μου
«Στη ζωή μου έγραψα αστεία για κωμικούς σε νυχτερινά κέντρα, έγραψα για λογαριασμό του ραδιοφώνου, έγραψα κωμικά νούμερα τα οποία εκτέλεσα ο ίδιος, έγραψα για την τηλεόραση, εμφανίστηκα σε κλαμπ και κονσέρτα και στη μικρή οθόνη, έγραψα και σκηνοθέτησα ταινίες, έγραψα και σκηνοθέτησα θεατρικά, έπαιξα στο Μπρόντγουεϊ, σκηνοθέτησα μια όπερα. Τα έκανα όλα, από το να παλεύω με ένα καγκουρό στην τηλεόραση μέχρι να “ανεβάσω” Πουτσίνι.
Όλ’ αυτά μου έδωσαν την ευκαιρία να δειπνήσω στον Λευκό Οίκο, να ανταλλάξω μπαλιές με σπουδαίους παίχτες στο Στάδιο Ντότζερ, να παίξω τζαζ σε μαγαζιά και στο Preservation Hall της Νέας Ορλεάνης, να ταξιδέψω όλη την Αμερική και την Ευρώπη, να συναντήσω ηγέτες κρατών και να γνωρίσω χαρισματικούς άντρες και γυναίκες όλων των ειδών, ευφυείς ανθρώπους, σαγηνευτικές ηθοποιούς. Κατάφερα να εκδώσω τα βιβλία μου. Αν πέθαινα αυτή τη στιγμή, δεν θα είχα παράπονο-το ίδιο και αρκετοί άλλοι άνθρωποι».
Συνεχίζοντας με το αναγνωστικό πόδι κολλημένο στο γκάζι, στο δεύτερο μέρος της αυτοβιογραφίας του ο κύριος Άλεν μας μεταφέρει στα παρασκήνια των ταινιών του και μας επιτρέπει να δούμε μέσα από το λαμπερό καλειδοσκόπιο μιας ζωής που μοιάζει με μια αγέλη από δαύτες για άλλους.
Ο Γούντι αναφέρει σπαρταριστές λεπτομέρειες από τα γυρίσματα, φυσικά τις εμπλουτίζει με χιούμορ («Έχει παίξει σε πολλές ταινίες μου, αλλά ποτέ δεν ξεπέρασα το τρακ που ένιωθα όταν έπρεπε να της μιλήσω. Έτσι απλά της έδινα το σενάριο και την άφηνα να κάνει ό,τι θέλει. Αυτό γινόταν για χρόνια, με μένα απλά να της νεύω και να μην της μιλάω καθόλου. Δεν είμαι σίγουρος ότι ξέρει ποιος είμαι…», θα πει για μια από τις πιο αγαπημένες του πρωταγωνίστριες), κάνει συνεχείς αναφορές, που μοιάζουν με ατέρμονες λεκτικές υποκλίσεις, στον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, τον Γκράουτσο Μαρξ και τον Τένεσι Γουίλιαμς (τα τρία «αθεράπευτα» ινδάλματά του, δηλαδή) και, εν ολίγοις, εκθέτει τόσο τις επιρροές του όσο και τις απόψεις του για τις τέχνες γενικά.
Παράλληλα, προσφέρει μια αρκετά ευκρινή εικόνα για τους πρώτους δύο γάμους του και τα όσα απίθανα του συνέβησαν κατά τη διάρκειά τους («Ερωτεύτηκα δυο πράσινα μάτια. Το λάθος μου είναι ότι παντρεύτηκα ολόκληρο το κορίτσι»), για την σταδιακή του καταξίωση στο χώρο της 7ης τέχνης, μέχρις ότου να εκτοξευτεί στα κινηματογραφικά αστέρια και να γίνει ένα από τα πιο λαμπερά εξ αυτών.
Μέχρι αυτό το σημείο ο Άλεν είναι, όπως πάντα, οξυδερκής, ευχάριστος, λυρικός, ξεκαρδιστικός σε σημείο που το πρόσωπο του αναγνώστη να θυμίζει αυτό του Τζακ Νίκολσον όταν υποδύθηκε το 1989 τον Τζόκερ.
Οι περίπου 200κάτι, μέχρι τώρα, σελίδες του “Apropos of nothing” είναι ένας ύμνος στη νευρωτική, μα θαυμάσια, ζωή και τίποτα δεν προϊδεάζει τον αναγνώστη γι’ αυτό που θ’ ακολουθήσει.
Τι έπεται; 100 σελίδες απτού θαρρείς, ζόφου: η πολύκροτη υπόθεση της κακοποίησης της 7χρονης Ντίλαν.
Από αυτό το σημείο και μετά, ο Γούντι Άλεν απεκδύεται το μανδύα του ευχάριστου, ευφυούς «γελωτοποιού», και φοράει το προσωπείο ενός αδυσώπητου ανθρώπου.
Ένα προσωπείο που δικαιολογείται μεν, όμως δεν του ταιριάζει.
Ο Γούντι Άλεν από δω και πέρα δε (φαίνεται να είναι) ο εαυτός του.
Είναι κάποιος πανέξυπνος, μα μοχθηρός, άλλος.
Ο Θεός είναι είτε βάναυσος είτε ανίκανος
Είναι εν μέρει (ή, βλέποντάς το από τη δική του σκοπιά, εν όλω) δικαιολογημένος. Άλλωστε, δύο διαφορετικά δικαστήρια- που συνεργάστηκαν και διεξήγαγαν εξονυχιστικές έρευνες μαζί με υπηρεσίες ειδικές στην προστασία της παιδικής ηλικίας- απεφάνθησαν πως είναι αθώος για την υπόθεση της κακοποίησης της θετής κόρης της Φάροου και πως δεν υπάρχει κανένας λόγος δίωξής του.
Πριν προλάβει κανείς να πει πως αυτό συνέβη απλά επειδή ο Γούντι ήταν διάσημος, απλά να θυμίσουμε ότι εξίσου διάσημη ήταν και η αντίδικος Μία Φάροου- και είναι παγκοίνως γνωστό πως όταν μια μητέρα φτάνει στις δικαστικές αίθουσες για κάτι τόσο σοβαρό, ξεκινάει, για να επανέλθουμε σε σκακιστικούς όρους, με τα λευκά στην όποια διαμάχη.
Επομένως ναι, η οργή του Γούντι Άλεν είναι κατανοητή. Όχι μόνο γιατί μια ιστορία στην οποία ουδέποτε αποδείχτηκε πως είναι ένοχος (και που τα στοιχεία συνηγορούν- προσοχή: συνηγορούν, δεν αποδεικνύουν– πως είναι πράγματι αθώος) κατέστρεψε την εικόνα του, αλλά κυρίως γιατί του στέρησε αυτό το οποίο αγαπάει περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο: να γυρίζει ταινίες με την άνεση και την πλήρη καλλιτεχνική ελευθερία που το κάνει εδώ και 50 περίπου χρόνια.
Ωστόσο, αυτό που ακολουθεί στο τρίτο μέρος του «Σχετικά με το τίποτα» είναι μια οργισμένη, σχεδόν πέρα από τα όρια, «επίθεση» παντί τρόπω κατά της Φάροου και των τακτικών της.
Ο Άλεν βλέπει αυτό το κομμάτι της αυτοβιογραφίας του ως τη μοναδική του ευκαιρία να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή για το τι συνέβη εκείνο το καλοκαίρι του 1992 και το κάνει μπαίνοντας στη ναρκοθετημένη περιοχή της παράλογης λογικής «Εγώ ενάντια στον κόσμο».
Το αξεπέραστο συγγραφικό ταλέντο του και το γεγονός πως μας δίνει τη δυνατότητα να κοιτάξουμε λυσσαλέα μέσα από την κλειδαρότρυπα των προσωπικών του στιγμών δημιουργούν ένα ασύγκριτα θελκτικό μείγμα, όμως ο Γούντι επιλέγει σε πολλές περιπτώσεις- ακόμα και σ’ αυτές που πασιφανώς έχει δίκιο- τη λάθος ατραπό.
Αποφασίζει να ενεργήσει σαν αυτόκλητος Θεός.
Μόνο που ο κύριος Άλεν δε θα μπορούσε ποτέ να είναι ανίκανος.
Είναι, όμως, βάναυσος.
Ο Θεός σωπαίνει. Τώρα αν μπορούσε και ο άνθρωπος να βγάλει τον σκασμό…
«Βρίσκω συναρπαστικό το γεγονός ότι τόσοι άνθρωποι επέλεξαν να αγνοήσουν τα δεδομένα και προτίμησαν να δεχτούν τον ισχυρισμό περί κακοποίησης, σχεδόν με προθυμία. Γιατί ήταν τόσο σημαντικό να θεωρηθώ παιδεραστής; Λαμβάνοντας υπόψη τον ασπίλωτο βίο μου και την ξεκάθαρη έλλειψη λογικής σε έναν τέτοιο ισχυρισμό, δεν θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με λίγο περισσότερο σκεπτικισμό;», γράφει στην αρχή του τρίτου μέρους του βιβλίου του, όμως μετά αποφασίζει να τραβήξει την σκανδάλη και να περάσει σε μια λογική «Διαλύοντας τον Γούντι».
«Η Μία ταξίδεψε κάποτε μέχρι το Τέξας με τη Σουν Γι (σ.σ. μία ακόμα θετή κόρη της Φάροου, την οποία μερικά χρόνια αργότερα ο Γούντι Άλεν παντρεύτηκε και είναι μαζί της μέχρι και σήμερα) για να υιοθετήσει εκεί ένα βρέφος μεξικανικής καταγωγής και μετά από λίγες μέρες παραμονής του μωρού στο διαμέρισμά της, το γύρισε πίσω για λόγους τους οποίους μόνο εκείνη γνωρίζει.
Τη θυμάμαι επίσης να υιοθετεί ένα αγοράκι με δισχιδή ράχη, το οποίο έμεινε στο διαμέρισμά της για κάμποσες εβδομάδες μέχρι που το επέστρεψε, γιατί ο γιος της Φλέτσερ το βρήκε ενοχλητικό!
Όπως επισήμανε η Σουν-Γι (με βάση τα όσα έζησε κοντά της), η Μία απολάμβανε να υιοθετεί με τον ίδιο τρόπο που κάποιος αγοράζει ένα νέο παιχνίδι. Απολάμβανε τη φήμη της αγίας, τον δημόσιο θαυμασμό, όμως δεν της άρεσε να μεγαλώνει τα παιδιά αυτά και στην πραγματικότητα δεν τα φρόντιζε.
Δεν προκαλεί απορία το γεγονός ότι δύο υιοθετημένα παιδιά της αυτοκτόνησαν. Ένα ακόμη παιδί αποπειράθηκε να κάνει το ίδιο, ενώ μια αξιαγάπητη κορούλα που είχε, η οποία πάλευε στα τριάντα της με τον ιό του AIDS, την εγκατέλειψε να πεθάνει ολομόναχη σε ένα νοσοκομείο, την ημέρα των Χριστουγέννων», γράφει με πρωτοφανή σκληρότητα, παρουσιάζοντας την αλλοτινή του σύντροφο σαν μια άκαρδη μέγαιρα.
Προς τιμήν του- κι επειδή πάντα σε ό,τι έχει να κάνει με το κινηματογραφικό του έργο ο Γούντι είχε αλάθητο κριτήριο-, ο Άλεν διαχωρίζει την επαγγελματική «επάρκεια» της Φάροου από την «ανεπάρκειά» της σαν μητέρα.
Ο Άλεν σε αρκετές αποστροφές του κειμένου του αποθεώνει τις υποκριτικές ικανότητες της ηθοποιού και δηλώνει ξεκάθαρα πως πάνω σε αυτήν έγραψε πολλές από τις ταινίες του, καθώς τον ενέπνεε όσο μονάχα η Νταϊάν Κίτον είχε καταφέρει στο παρελθόν.
Από κει και πέρα, όμως, και θέλοντας να βγάλει από πάνω του την επίμονη ρετσινιά του παιδεραστή, τσαλαπατάει τα όρια της στοιχειωδώς ευπρεπούς συμπεριφοράς, βγάζοντας τα άπλυτα της Φάροου (που, βγάζει μάτι, δεν είναι σε καμία περίπτωση αγία και είναι ηλίου φαεινότερο πως τα ‘χει τα… θεματάκια της) με τέτοιο μένος που σου αφήνει μια μεταλλική γεύση στο στόμα.
«Οι περισσότερες δημοσιογραφικές πηγές ισχυρίστηκαν ότι η αδερφή μου Ταμ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια, στα 21 της χρόνια. Στην πραγματικότητα, η Ταμ πάλευε με την κατάθλιψη για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, μια κατάσταση την οποία δυσχέραινε το ότι η μητέρα μας αρνιόταν να της παράσχει βοήθεια, με την αιτιολογία ότι “η Ταμ είναι κακοδιάθετη”. Ένα απόγευμα του 2000, έπειτα από ένα καβγά με τη Μία που είχε ως αποτέλεσμα η μητέρα μου να φύγει από το σπίτι, η Ταμ αυτοκτόνησε λαμβάνοντας υπερβολική δόση χαπιών, μια πράξη την οποία η μητέρα μου έλεγε στους άλλους ότι έγινε από ατύχημα», δανείζεται ακόμα και τα λόγια του Μόουζες (του θετού γιου του σκηνοθέτη) και τα βάζει αυτολεξεί στο χαρτί.
«Σύμφωνα με τα όσα δημοσίως κατέστησε σαφή ο Μόουζες, ήταν η Μόνικα, η γκουβερνάντα μας, που αργότερα κατέθεσε ότι είδε την Μία να έχει στριμώξει με τις ώρες σε ένα δωμάτιο γυμνή την εφτάχρονη Ντίλαν και να τη μαγνητοφωνεί να περιγράφει πώς ο πατέρας της υποτίθεται ότι την άγγιξε στη σοφίτα, λέγοντας μάλιστα ότι χρειάστηκαν στη Μία δύο με τρεις μέρες μέχρι να πάρει την ηχογράφηση που επιθυμούσε», θα γράψει λίγο αργότερα.
Συνελόντι ειπείν, ο Άλεν υποπίπτει σε ένα αμάρτημα που δε θα έπρεπε ποτέ να κάνει κανένας άντρας, ιδίως κάποιος της δικής του ευφυΐας: προσπαθεί να στρέψει, εμμέσως βέβαια, ένα ή και περισσότερα παιδιά απέναντι στην ίδια τους τη μητέρα.
Το κάνει, λόγω ουρανομήκους ταλέντου, με έναν τρόπο που ελάχιστοι στην ιστορία των λέξεων θα μπορούσαν να καταφέρουν, όμως είναι τόσο επιθετικός που ένα «ειδεχθές» σφίξιμο στο στομάχι αναμεμειγμένο με φιλήδονη αδιακρισία συνοδεύουν την ανάγνωση.
Έχει δίκιο στη βάση του επιχειρήματός του ο κ. Άλεν («Ουδέποτε καταδικάστηκα, ουδέποτε αποδείχτηκε πως είμαι ένοχος, με αθώωσαν 2 διαφορετικές φορές, είναι σχεδόν αδύνατο να πρόλαβα να κάνω στη σοφίτα όλα όσα μου προσάπτει η Φάροου κτλ»); Φυσικά- και δεν χρειάζεται να είναι κανείς αμετανόητος λάτρης των ταινιών και του πολυδιάστατου ταλέντου του καλλιτέχνη όπως ο υπογράφων για να το καταλάβει. Η υποτυπώδης ορθή κρίση αρκεί.
Από την άλλη, μάνα είναι μόνο Μία.
Εν προκειμένω, ακόμα και ο Θεός σιωπά.
Τώρα, αν μπορούσε και ο Γούντι να βγάλει τον σκασμό…
Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι: οι καλοί και οι κακοί. Οι καλοί κοιμούνται καλύτερα, αλλά οι κακοί φαίνεται ότι περνούν καλύτερα ξύπνιοι
Μετά το εκτενές κεφάλαιο (περίπου 100 σελίδες) της υπόθεσης με την Φάροου, κατά το οποίο ο Άλεν μεταμορφώνεται σε ευόργητο νεαρό και η συγγραφική του κρίση θολώνει σε πολλά σημεία, ο Γούντι προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις.
Επανέρχεται σε ζητήματα που αφορούν τις ταινίες του, επαναλαμβάνει για νιοστή φορά το λόγο για τον οποίο δεν πήγε να παραλάβει τα Όσκαρ που κέρδισε για τον Νευρικό Εραστή, μιλάει για την μπάντα του με την οποία παίζει μουσική ανά τον κόσμο και πολλά άλλα.
Το κάνει, φυσικά, με τη μαεστρία ενός ανθρώπου που όταν γεννήθηκε η Ζωή του έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί στο μέτωπο, γεμίζοντας τα κύτταρά του με ικανότητες που οι περισσότεροι εξ ημών (όπου «ημών» όλος ο υπόλοιπος κόσμος) δυσκολευόμαστε ακόμα και να ονειρευτούμε.
Η στυφή γεύση που έχει αφήσει, ωστόσο, το κομμάτι στο μέσον του βιβλίου μας συνοδεύει μέχρι τις εσχατιές της ανάγνωσης, όσο κι αν παλεύουμε να την ξεκολλήσουμε από τον ουρανίσκο μας.
Όταν τα πάντα τελειώσουν και φτάσει κανείς στην ακροτελεύτια πρόταση του “Apropos of nothing” θα υποκλιθεί στον αριστοτέχνη αυτόν γραφιά, θα νιώσει μια ευχάριστη ζάλη για τα πλείστα όσα ευτράπελα περιγράφει, θα ζηλέψει τις μυριάδες εμπειρίες του με τις γυναίκες (εντάξει, όχι αυτήν με την Σουν Γι, αλλά ο αθεόφοβος, φερ’ ειπείν, μετά την Νταϊάν Κίτον άρχισε να βγαίνει και με τις δυο αδερφές τις. όχι παράλληλα, αλλά και πάλι!), τις αστείρευτες γνώσεις του, το πάθος για δουλειά ακόμα και στην ηλικία των 85, το συνολικό του πακέτο. Αλλά…
Αλλά.
Θα υπάρχει πάντα μια ευειδής, λόγω της υπέροχης γραφής του, μουντζούρα που θα συνοδεύει για πάντα την συγκεκριμένη αυτοβιογραφία μέχρι το τέλος των χρόνων.
Μέχρι ν’ ακουστεί η μουσική τζαζ, να εμφανιστούν λευκά γράμματα σε μαύρο φόντο στην οθόνη και να σβηστεί, όπως τόσο άκομψα προσπαθούν πολλοί, μια από τις πιο γλυκιές ακολουθίες λέξεων στο παγκόσμιο σινεμά:
Written and Directed by
Woody Allen.
Δεν είναι ότι με τρομάζει ο θάνατος. Απλώς, δε θα ήθελα να είμαι παρών όταν θα μου συμβεί…
Μπορεί να αστειεύεται γι’ αυτό ακόμα και τώρα. Το γράφει ξεκάθαρα και στο βιβλίο: «Έχω φτάσει τα 84, πράγμα που σημαίνει πως η μισή μου ζωή έχει περάσει». Έχει πει, ξανά αστειευόμενος στο παρελθόν, πως «Μπορείς να ζήσεις μέχρι τα εκατό, αν απαρνηθείς όλα τα πράγματα που σε κάνουν να θέλεις να ζήσεις μέχρι τα εκατό».
Αν αναλυθεί, μετά το τέλος της ανάγνωσης, το «Σχετικά με το τίποτα» υπό το σωστό πρίσμα, θα δει κανείς πως πάνω απ’ όλα, πάνω από τα παιδικά του χρόνια, τις αξιομνημόνευτες αφηγήσεις, τη διαμάχη με την Φάροου και όλα τα υπόλοιπα, ο Γούντι Άλεν προσπαθεί να ξορκίσει αυτό που πάντοτε φοβόταν- αυτό που κάθε εχέφρων άνθρωπος φοβάται: το θάνατο.
Μέσω της «μακροσκελούς» του αυτοβιογραφίας (που είναι, όπως είπαμε, 400 σελίδες στο πρωτότυπο- σαφής υπαινιγμός πως ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία ο Γούντι τα έχει 400), ο Άλεν θέλει να γυρίσει πίσω, να ζήσει την πασπαλισμένη ισόποσα με χρυσόσκονη και ολόμαυρες σκιές ζωή του ξανά, να βγάλει επιδεικτικά την γλώσσα σ’ εκείνον τον γέρο, φαλακρό απατεώνα που τον κυνηγάει απ’ όταν ήταν ακόμα παιδί.
Ο Χρόνος είναι αδυσώπητος και ο κύριος Άλεν το ξέρει ίσως καλύτερα από τον καθένα, μιας και έχει κάνει διατριβή στον θάνατο από τις εποχές που ξεκίνησε να επισκέπτεται τον ψυχολόγο του στα μεγάλα νήπια.
Η βαθιά και παιχνιδιάρικα νιχιλιστική του στάση συνοψίζεται και από μια συγκεκριμένη φράση που συναντάμε στο βιβλίο:
«Μερικοί άνθρωποι βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο, μερικοί το βλέπουν μισογεμάτο. Εγώ βλέπω το φέρετρο μισοάδειο».
Το “Apropos of Nothing” μπορεί να έχει ένα-δυο βαρβάτα ελαττώματα που τα θυμάσαι για καιρό, όμως αν το απογυμνώσεις από τα επεισόδια αυτά καθαυτά, μπορείς να δεις την απέλπιδα προσπάθεια ενός φιμωμένου καλλιτέχνη να πέσει στην αγκαλιά της αιώνιας αγαπημένης του: την Αθανασία.
Για έναν άνθρωπο που γύρισε το Μανχάταν, τον Νευρικό Εραστή, το Match Point, το Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου, την Χάνα και τις Αδερφές της, το Μεσάνυχτα στο Παρίσι, το Διαλύοντας τον Χάρι και μερικά ακόμα αριστουργήματα, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου, μα καθόλου παράλογο.
Ποιος ηλίθιος, αλήθεια, θέλει να είναι παρών όταν θα πεθάνει;
Η απουσία, φίλε μου. Η απουσία όταν πέσει η αυλαία.
Αυτό είναι το μόνο που ζητάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου