Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που εμπνέονται και αντλούν δύναμη από την ανάγκη που νιώθουν να βοηθήσουν το λαό τους να ξεπεράσει τις ιδιαίτερα δυσχερείς συνθήκες, με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος.
Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ξεχωριστού ανθρώπου-πρότυπο αποτελεί και ο Ελληνοκύπριος μαραθωνοδρόμος Στέλιος Κυριακίδης, ο οποίος με τη
συγκλονιστική νίκη του στον 50ο Μαραθώνιο της Βοστόνης το 1946, δίδαξε σε όλους μας την αυταπάρνηση και την άνευ όρων αγάπη για την πατρίδα.Ο Στέλιος Κυριακίδης γεννήθηκε στις 19 Μαΐου του 1910 στην Πάφο της Κύπρου από γονείς αγρότες. Το 1934 μετακόμισε στην Αθήνα και ξεκίνησε να εργάζεται ως εισπράκτορας στην Ηλεκτρική Εταιρεία ΔΕΗ. Ως αθλητής του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου λάμβανε μέρος σε αγώνες αντοχής μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων.
Διακρίθηκε αρκετές φορές στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια με την εθνική ομάδα, ενώ κατέρριψε την πανελλήνια επίδοση του Σπύρου Λούη στον Μαραθώνιο, ο οποίος τον υποδέχτηκε στο σπίτι του στο Μαρούσι λέγοντάς του τα εξής: «Παιδί μου Στέλιο, να τρέχεις πάντα, γιατί εμείς οι Έλληνες γεννηθήκαμε για να τρέχουμε. Μόνο έτσι καταφέραμε να ζήσουμε τόσους αιώνες».
Βλέποντας την πατρίδα του να υποφέρει από το ζυγό της γερμανικής κατοχής, ενώ οι υπόλοιπες δυτικές χώρες βρίσκονταν σε τροχιά ανοικοδόμησης και η Ελλάδα βυθιζόταν στο σκοτάδι του εμφυλίου και της οικονομικής ανέχειας, είχε ένα όνειρο. Να κερδίσει στο Μαραθώνιο της Βοστόνης και να βοηθήσει την χώρα του. Τα χρόνια της κατοχής υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα για τον Κυριακίδη και την οικογένειά του, όπως και για όλους τους Έλληνες. Το 1943 συνελήφθη από τις ναζιστικές δυνάμεις στο Χαλάνδρι μαζί με άλλους 49 Έλληνες πολίτες, με τη διαταγή εκτέλεσης ως αντίποινα για το φόνο ενός Γερμανού αξιωματικού.
Μόλις, όμως, ο Γερμανός αξιωματικός είδε στο πορτοφόλι του Κυριακίδη την κάρτα διαπίστευσής του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου του 1936, τον άφησε ελεύθερο.
Το 1946 πήρε τη μεγάλη απόφαση και με χορηγία 1000 δολαρίων από την Ηλεκτρική Εταιρεία όπου εργαζόταν ξεκίνησε για το Μαραθώνιο της Βοστόνης. Ο Μαραθώνιος της Βοστόνης είναι ο δεύτερος σημαντικότερος Μαραθώνιος σε παγκόσμιο επίπεδο μετά τον κλασικό Μαραθώνιο και διεξάγεται σε ετήσια βάση με χρονική αφετηρία το 1897, σε ανάμνηση των δύο πρώτων μαχών της Μασαχουσέτης στον αγώνα της αμερικανικής ανεξαρτησίας. Τα χρήματα κάλυπταν μόνο τα εισιτήρια και ο ίδιος ήταν πολύ αδύναμος από την πείνα και την εξάντληση.
Οι Αμερικανοί γιατροί αρνούνταν να του επιτρέψουν τη συμμετοχή του στον αγώνα λόγω της κλονισμένης υγείας του, λαμβάνοντας υπόψιν και τη μεγάλη απόσταση του Μαραθωνίου. Αναγκάστηκε, λοιπό, να υπογράψει για τη συμμετοχή του στους αγώνες, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την ευθύνη.
Έτσι, σε ηλικία 36 ετών, αδύναμος και απροπόνητος, στις 20 Απριλίου του 1946 βρέθηκε στη γραμμή εκκίνησης του Μαραθωνίου της Βοστόνης, ν’ αγωνίζεται εκείνος μόνος για έναν ολόκληρο λαό. Ο Στέλιος Κυριακίδης επέλεξε τη στρατηγική εξοικονόμησης δυνάμεων και έμεινε πίσω στα πρώτα χιλιόμετρα. Σιγά-σιγά ανέβασε ταχύτητα και άρχισε να προσπερνά τους υπόλοιπους αθλητές. Όλο και πλησίαζε τους πρώτους, όλο και πατούσε καλύτερα.
Στο 40ο χιλιόμετρο προσπέρασε τον Κέλι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή οδηγούσε την κούρσα. Και ήταν εκείνος που έφτασε πρώτος στη γραμμή του τερματισμού σε χρόνο 2 ώρες 29 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα. Ήταν ο πρώτος μη Βορειοαμερικανός ή Καναδός αθλητής που κατακτούσε την πρώτη θέση στον Μαραθώνιο της Βοστόνης.
Μετά το τέλος του αγώνα, ο Πρόεδρος Χάρρυ Τρούμαν κάλεσε στο Λευκό Οίκο τον Κυριακίδη και το Τζόνι Κέλι, ο οποίος ήταν ο κορυφαίος Μαραθωνοδρόμος της περιόδου εκείνης και το 2000 αναδείχτηκε σε κορυφαίο Μαραθωνοδρόμο του 20ου αιώνα. Ο Πρόεδρος ρώτησε τον Αμερικανό αθλητή: «Καλά βρε παιδί μου, πώς έχασες από αυτόν τον αδύναμο Έλληνα;» Και η απάντηση του Κέλι υπήρξε αποστομωτική: «Κύριε Πρόεδρε, εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου, ενώ εκείνος για έναν ολόκληρο λαό, για μια ιδεολογία…».
Στράφηκε τότε στον Κυριακίδη ο Τρούμαν και τον ρώτησε: «Για πες μου, τι θες να κάνω για σένα; Θες ρούχα; Τρόφιμα να δυναμώσεις; Χρήματα; Ό,τι θες από μένα».
Και ο σεμνός αθλητής απάντησε με αυτά τα λόγια που θα μείνουν στην Ιστορία ως η μεγαλειώδης προσπάθεια ενός γνήσιου Έλληνα να βοηθήσει το λαό του, με όποιο τρόπο μπορεί: «Σας ευχαριστώ, Πρόεδρε. Δεν θέλω τίποτα για εμένα. Το μόνο που ζητώ, κύριε Τρούμαν, είναι να στείλετε ρούχα και τρόφιμα στα 7 εκατομμύρια Έλληνες που λιμοκτονούν. Αυτό ζητάω. Να βοηθήσετε το λαό μου που υποφέρει».
Η Κυριακίδης δεν υπήρξε ούτε πολιτικός, ούτε διπλωμάτης, ούτε είχε ιδιαίτερη μόρφωση. Όμως με τη συγκλονιστική αυτή φράση σήκωσε στα φτερά του την τύχη ενός ολόκληρου λαού. Αυτό που ακολούθησε στη συνέχεια ήταν απίστευτο.
Συγκεντρώθηκε το ποσό των 250.000 δολαρίων για την ενίσχυση των Ελλήνων, ενώ παράλληλα συγκεντρώθηκαν από δωρεές των Αμερικανών τόνοι από τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα. Η βοήθεια «το πακέτο Κυριακίδη» μεταφέρθηκε στην Ελλάδα με τη συνδρομή της οικογένειας Λιβανού.
Ο Κυριακίδης συνέχισε τον αγώνα του προσπαθώντας να κινητοποιήσει και να ευαισθητοποιήσει τους ομογενείς και τους Αμερικανούς, για να σταλεί και άλλη βοήθεια στην Ελλάδα.
Ο Στέλιος Κυριακίδης πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου του 1987, στην Αθήνα και τάφηκε στον Πύργο Κορινθίας, όπου είχε το εξοχικό του.
Υπήρξε μια ηρωική μορφή του σύγχρονου Ελληνισμού, που δεν χρησιμοποίησε τη νίκη για να αποκομίσει προσωπικά οφέλη, αλλά για να δώσει ώθηση στην πατρίδα του, να ξεφύγει από τη φτώχεια και την ανέχεια και να βαδίσει στο δρόμο της προόδου και της ευημερίας. Αποτελεί ύψιστο πρότυπο και φωτεινό παράδειγμα έμπρακτης πίστης στις αρχές της αλληλεγγύης, της εθνικής ομοψυχίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Πηγή: Newsbomb.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου