Γεννημένος στη Λάρισα, ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, Μίμη, και ασχολήθηκε με την φωτογραφία, ανοίγοντας και το δικό του κατάστημα στον Χολαργό. Μάλιστα, συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα ακόμη κι όταν είχε αρχίσει ήδη να γυρίζει…. ακατάλληλες ταινίες, με κάποιους από τους πελάτες του βέβαια να αντιλαμβάνονται εκ των υστέρων την ταυτότητά του, συχνά χωρίς να βγάζουν… τσιμουδιά μπροστά στην υπόλοιπη οικογένεια, καθώς μια τέτοια αντίδραση θα μαρτυρούσε πολλά.
Βλέπετε, μιλάμε για την εποχή που για να δεις Γκουσγκούνη υπήρχε μόνο ένας τρόπος. Να στηθείς στην ουρά κάποιου κινηματογράφου, να πληρώσεις κανονικά και με το νόμο εισιτήριο (πιθανότατα κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι στον ταμία) και να καθίσεις στα συχνά όχι και τόσο αναπαυτικά καθίσματα κάποιου κακόφημου σινεμά για να απολαύσεις το… έργο. Δύσκολες εποχές…
Γι’ αυτό και προκαλεί έκπληξη αλλά και θαυμασμό το γεγονός ότι το μακρινό 1971 –εν μέσω χούντας- βρέθηκαν 85.000 άνθρωποι να το κάνουν προκειμένου να παρακολουθήσουν την ταινία την οποία ο ίδιος ο Κώστας Γκουσγκούνης θεωρούσε την καλύτερη της καριέρας του. Ως τότε είχε δοκιμάσει την τύχη του στο mainstream σινεμά, με μικρά περάσματα από φιλμ όπως το «Μια ζωή την έχουμε», όπου ενσαρκώνει τον καφετζή (πριν αποκτήσει το χαρακτηριστικό ξυρισμένο κεφάλι), στην «Αγνή του λιμανιού» ή στην «Θεία από το Σικάγο» και στον «Λεφτά» και την ξένη παραγωγή Angry Hills (με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ, παρακαλώ), στις οποίες δεν αναφέρεται καν στους αρχικούς τίτλους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, μεταπήδησε στο αισθησιακό σινεμά, με τις πολλές από τις ταινίες του να έχουν διπλή υπόσταση. Υπήρχαν δύο εκδόσεις. Η μία, η πιο soft εκδοχή, ήταν εκείνη για την εγχώρια κατανάλωση, με το μοντάζ να κόβει τις πιο ζουμερές σκηνές και το φιλμ να περιορίζεται σε πλάνα, τολμηρά μεν για την εποχή, αλλά όχι εντελώς ακατάλληλα για ανηλίκους. Η δεύτερη κόπια, όμως, αυτή που προοριζόταν για… διεθνή καριέρα, τα είχε όλα! Σταδιακά, βέβαια, και στην Ελλάδα προβλήθηκαν τα… έπη του Γκουσγκούνη δίχως λογοκρισία, ανοίγοντας τον δρόμο σε αυτό που ακολούθησε.
Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και η ταινία για την οποία μιλήσαμε στην αρχή του κειμένου. Το «Σεξ 13 Μποφώρ» ήταν μια παραγωγή της «Όσκαρ Φιλμς», σε σκηνοθεσία του Χρυσόστομου Λιάμπου και σενάριο του Κώστα Δρίτσα, η οποία βγήκε στις αίθουσες το 1971 όταν ο Γκουσκούνης ήταν 40 ετών. Αναμφίβολα τεράστια έκπληξη αποτελεί ο συμπρωταγωνιστικός ρόλος του Λυκούργου Καλλέργη. Ενός άκρως αξιοσέβαστου και πολυβραβευμένου ηθοποιού, με σπουδές υποκριτικής στη δραματική σχολή του Καρόλου Κουν, ιδρυτικού μέλους του Θεάτρου Τέχνης, επί σειρά ετών πρωταγωνιστή του Εθνικού, με συνεργασίες με ιερά τέρατα όπως ο Αιμίλιος Βεάκης, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, η Κυβέλη και πολλοί άλλοι.
Στο συγκεκριμένο φιλμ υποδύεται τον Νικόλα, έναν φαροφύλακα που ζει με την νεαρή κόρη του απομονωμένος σε ένα νησί. Για κακή του τύχη εκεί θα αναζητήσει καταφύγιο από την κακοκαιρία ένας ψαράς, δηλαδή ο Γκουσγκούνης. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά για τον φαροφύλακα, ενώ δεν ισχύει το ίδιο και για την κόρη του που γνωρίζει την χαρά στα… σκέλια της στα χέρια του έμπειρου ανθρώπου της θάλασσας! Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο… σκανδαλώδης (όπως και οι σκηνές) όταν καταφθάνουν και τρεις χυμώδεις αγγλίδες τουρίστριες, με αποτέλεσμα…
Ε, μάλλον δεν είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς το αποτέλεσμα. Το σίγουρο είναι ότι το γνωρίζουν καλά οι 85.000 θεατές που έκαναν το mission impossible να την παρακολουθήσουν στο σινεμά, αλλά και οι άλλοι 100.000 που το έκαναν πίσω από την ανωνυμία του διαδικτύου, βλέποντάς της μέσω internet όταν ανέβηκε σε γνωστή πλατφόρμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου