Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, η φουστανέλα ήταν «παραδοσιακό ένδυμα των ανδρών, των
ποιμενικών κυρίως ομάδων, στα Βαλκάνια. Πρόκειται για μια κοντή
πολύπτυχη λευκή φούστα. Κατασκευάζεται από πολλά ορθογώνια τρίγωνα
τεμάχια υφάσματος, που ράβονται μεταξύ τους ίσιο με λοξό και μετά
σουρώνονται στη μέση. Τις πιο πολλές φορές η φουστανέλα κατασκευάζεται
σε δύο ξεχωριστά τμήματα και δένει στη μέση δεξιά και αριστερά».
Άνδρες
με φουστανέλα μπορούσες να δεις στην Ελλάδα ως και το τέλος του 19ου
αιώνα. Κάπου εκεί η «εθνική ενδυμασία» άρχισε να χάνει τη μάχη της μόδας
από τα νιόφερτα «φράγκικα», δηλαδή τα γνωστά σε όλους σήμερα
παντελόνια.
Σύμφωνα με τη λαογράφο και ενδυματολόγο Ιωάννα
Παπαντωνίου, το όνομα της φουστανέλας προέρχεται από ένα ύφασμα που
παράγεται στην αιγυπτιακή πόλη Φουστάτ. Εκεί κατασκευαζόταν ένα είδος
τζιν, ένα δίμιτο χοντρό ανθεκτικό ύφασμα, το οποίο χρησιμοποιούνταν για
πανιά στα καράβια.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η ρίζα είναι η ιταλική λέξη «fustagno»,
δηλαδή βαμβακερό ύφασμα, απ' όπου το «fustana», με υποκοριστικό το
«fustanella». Για όσους δυσκολεύονται να δεχτούν ότι η φουστανέλα δεν
είναι 100% ντόπιο προϊόν, να αναφέρουμε ότι η λατινική λέξη «fustaneum»
λέγεται ότι προέρχεται από το ελληνιστικό «ξύλινο».
Το μόνο
σίγουρο είναι ότι πριν από το 1821, πριν γίνει εθνική ενδυμασία δηλαδή,
φοριόταν κατά κόρον από τους Αρβανίτες. Μεταγενέστερα καθιερώθηκε αρχικά
στη Ρούμελη και ύστερα στην Πελοπόννησο ως ενδυμασία των ελληνορθόδοξων
πληθυσμών.
Από μια περιγραφή του 1805 ενός Άγγλου στρατιωτικού
για τον Αλή Πασά: «Όλα τα πρόσωπα και οι γιοι του βεζίρη συνηθίζουν την
αρβανίτικη φορεσιά: καμιζόλα με χρυσό γαϊτάνι και φουστανέλα με δίπλες,
που πέφτει πάνω στο μπενοβράκι, όπως ο χιτώνας των ρωμαϊκών αγαλμάτων.
Όμορφη φορεσιά, όταν είναι καινούργια και καθαρή. Αλλά κι αυτοί ακόμα οι
αφεντάδες δεν χαίρονται την πολυτέλεια να αλλάζουν φουστανέλα κάθε
βδομάδα. Οι στρατιώτες την αφήνουν λερή, ώσπου να λιώσει επάνω τους.
Κάπου κάπου τη βγάζουν και την απλώνουν πάνω στη φωτιά, έτσι που οι
ψείρες, ζαλισμένες από τον καπνό, πέφτουν στις φλόγες. Από τα "κρακ",
που ακούγονται στη θράκα καταλαβαίνουν οι Αρβανίτες πως το ξεψείριασμα
πάει καλά. Μερικές φορές, στις πρώτες δυο-τρεις βδομάδες που φορούν την
καινούργια φουστανέλα ή όταν θέλουν να φανούν περιποιημένοι, περνούν
στον λαιμό ένα περιλαίμιο μπαμπακερό, εμποτισμένο με μερκουρόλη».
Αυτός
που φορούσε φουστανέλα ονομάζεται τσολιάς. Ενδιαφέρον έχει η ετυμολογία
της λέξης, καθώς φαίνεται ότι προέρχεται από την τούρκικη «cul»
(αραβικό «cull»), που σημαίνει το κουρέλι, το παλιόρουχο, εξού «τσόλι»
και «τσούλι». Η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στους κλέφτες και τους
αρματολούς, επειδή η φουστανέλα ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια
υφάσματος. Τσολιάς ήταν δηλαδή αυτός που φορούσε τσόλια, κουρέλια.
Ο
λαογράφος ερευνητής Ηλίας Πετρόπουλος έχει γράψει στο βιβλίο του «Η
Φουστανέλα» ότι πάνω της αλειφόταν χοιρινό λίπος για να είναι αδιάβροχη.
Κάποιοι
βλέπουν τη φουστανέλα ως την εξέλιξη του ανδρικού δωρικού χιτώνα. Άλλοι
λένε ότι προέρχεται από ρωμαϊκό στρατιωτικό ένδυμα. Τέλος, υπάρχουν και
κάποιοι που αναγνωρίζουν ινδικές επιρροές, συγκεκριμένα από το λευκό
ένδυμα των μαχαραγιάδων.
Η φουστανέλα υιοθετήθηκε ως εθνική
ενδυμασία από το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος χάρη στις απεικονίσεις των
πρωταγωνιστών του 1821. Ο (Βαυαρός) βασιλιάς Όθωνας υιοθέτησε την
ενδυμασία και εμφανιζόταν με αυτήν σε επίσημες στιγμές.
Στις μέρες μας χρησιμοποιείται από τους Ευζώνους, στρατιώτες της
Προεδρικής Φρουράς οι οποίοι εκτελούν αποστολές συμβολικού χαρακτήρα. Η
ιστορία τους ξεκίνησε το 1867 με την ίδρυση τεσσάρων ταγμάτων Ευζώνων με
κεντρική αποστολή τη φύλαξη της ελληνικής μεθορίου. Τα τάγματα αυτά
δοξάστηκαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, αλλά και των
υπόλοιπων συγκρούσεων του 20ού αιώνα.
Η σημερινή φουστανέλα
χρειάζεται 30 μέτρα λευκού βαμβακερού χασέ για να δημιουργηθεί.
Αποτελείται από δύο πλευρές ή «φύλλα» και συντίθεται συνολικά από 400
μικρά κομμάτια υφάσματος τα οποία ράβονται μεταξύ τους. Σύμφωνα με την
παράδοση, κάθε κομμάτι αντιστοιχεί σε ένα από τα έτη της υποδούλωσης του
ελληνισμού κατά την Τουρκοκρατία.
Πιο δύσκολη στην παραγωγή της
είναι η «φέρμελη», το γιλέκο της στολής, καθώς είναι ολόκληρο κεντημένο
στο χέρι και απαιτεί καθημερινή δουλειά περίπου ενός μήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου