Η είδηση για τον θάνατό του, στις 9 του μήνα, πυροδότησε μια – αναμενόμενη – επιστροφή στις αναμνήσεις από τα ελληνικά 70s και 80s. Ιδανική μάλιστα για τις ιστορίες με τις οποίες τρέφονται πλέον τα social media όταν ανακυκλώνουν τη νοσταλγία και τις θολές εικόνες αλλοτινών εποχών. Τα στοιχεία ήταν όλα εδώ: η ανερχόμενη τότε βιοτεχνία του σοφτ πορνό που λειτουργούσε σαν βαλβίδα εκτόνωσης από τη χουντική μαυρίλα, ο τριτορολίστας

κομπάρσος που γινόταν «πρωταγωνιστής» ενός είδους και ενός ιδιώματος, το σινεμά των συνοικιών που έπαιρνε την εκδίκησή του από το «ποιοτικό». Ο Κώστας Γκουσγκούνης, που έγινε συνώνυμο του «ελαφροερωτικού» κινηματογράφου (μόνο μία ταινία του χαρακτηρίστηκε hard porn, ο «Ηδονοβλεψίας»), ήρθε για να εγκατασταθεί στην περιοχή του καλτ με τη φυσιογνωμία του, τις ατάκες (μια άτυπη τελετή μύησης που περνούσε από θείους σε ανιψιούς) και τις σποραδικές συμμετοχές στον νεότερο κινηματογράφο. Ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης θυμάται τον Γκουσγκούνη και την εποχή του.

Ο Γκουσγκούνης (ακόμα και το όνομα αυτό καθαυτό έπαιξε ρόλο) δεν ήταν τόσο πορνοσινεμά, όσο κάποιας μορφής εξέγερση στα χρόνια της μπλε ποδιάς των μαθητριών (κάτω απ’ το γόνατο), του υποχρεωτικού εκκλησιασμού μας τα Σάββατα, του κουρέματος εν χρω και του αυστηρού γυμνασιάρχη. Ζούσαμε την εποχή της πουριτανικής δυσκοιλιότητας στα σχολεία, της ηθικής φορμόλης, της Φυσικής του Μάζη, της κιμωλίας – χρόνια κατά τα οποία τα χαστούκια στους μαθητές ήταν νόμιμα και με την έγκριση των γονέων. (Δεν ξέρω αν τώρα τα πράγματα – όπως έγιναν – είναι θεαματικώς πολύ καλύτερα).

Πάντως τότε είχαμε πολλές δυσκολίες και η απόσταση και η στέρηση πολλαπλασίαζαν τον πόθο – πηγαίναμε συστηματικά, εμείς τα αγόρια, έξω από το Θηλέων στο Καλαμαρί να δούμε τις μαθήτριες που σχολούσαν, οι οποίες, μόλις έβγαιναν απ’ το σχολείο, ανέβαζαν επίτηδες τις μπλε ποδιές τους ψηλά για να μας τρελάνουν: στεκόμασταν άναυδοι και θαυμάζαμε τις μοβ κλειδώσεις των γονάτων τους και ολίγον μηρό – πώς το λέει ο Σκαρίμπας: «Τα μπούτια της φώταγαν…».

«Δύο μαθητικά»

Καπνίζαμε κρυφά τσιγάρο στις τουαλέτες – θυμάμαι ότι αγοράζαμε δύο από το περίπτερο, πεντάρια φίλτρο, αντί μιας δραχμής, λέγοντας συνωμοτικά, χαμηλόφωνα, στον περιπτερά: «Δύο μαθητικά».

Φόβος. Αποβολές απ’ τα σχολεία και ο εφηβικός έρωτας δύσκολος, άπιαστος – το σεξ, δε, με το τσιγκέλι.

Τότε ανέτειλε ο Γκουσγκούνης, με το φοβερό όνομα και την καράφλα που ακόμα κι εκείνη ήταν σαν άτριχη βάλανος – είχαν ήδη βγει τα πρώτα διστακτικά πορνό. Οι τσόντες. Αλλά ο Γκουσγκούνης ήταν ντόπιο πράγμα, ελληνικό, παραγωγής μας, και έκανε πάταγο. Μας συγκλόνισε – τα αγόρια, βεβαίως. (Μισή δουλειά). Πηγαίναμε σχεδόν ολόκληρες τάξεις Γυμνασίου (Αρρένων) όπου έπαιζε ο μεγάλος φαλακρός μετρ και γινότανε χαλασμός. Κι όχι τόσο για το πορνό αυτό καθαυτό, αλλά για το καλαμπούρι του σεναρίου και κυρίως των διαλόγων. Η άθλια υποκριτική, το αδέξιο παίξιμο, οι ψεύτικες κινήσεις μάς ξεσήκωναν. Και μιλάμε για σινεμά interactive, όπου, εκτός απ’ το κράξιμο, ρωτάνε οι θεατές – μαθητές που ξέρουν τα λόγια από πριν και απαντάει ο Γκουσγκούνης – σκέτη πρωτοπορία στον χώρο του συμμετοχικού κινηματογράφου.

– Πού ‘ναι τα πουλάκια σου;

– Να τα, τα πουλάκια μου…

Στο μεταξύ, οι καθηγητές και οι γυμνασιάρχες που είχαν μάθει τι κάνουμε (το σκάνδαλο) εισέβαλλαν ξαφνικά στους σινεμάδες, ακόμα και μαζί με χωροφύλακες ή γονείς, και μπουζούριαζαν ομαδικά τους μαθητές που είχαν πάει εκεί ολίγον για οφθαλμόλουτρο, αλλά πιο πολύ για την πλάκα του πράγματος, για εκείνη την ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα της πλατείας, με τους νεαρούς, καταπιεσμένους θεατές να εκτονώνονται κράζοντας και ουρλιάζοντας απ’ τα γέλια. Στο σινέ Ελλήσποντος, όπου πηγαίναμε για τον Γκουσγκούνη, δεν είχαν κάνει εισβολή οι καθηγητές, αλλά σε άλλους κινηματογράφους, ναι – θυμάμαι πως έκαναν ντου συχνά στο σινέ Θεανώ, στο Αλέκα και στο Οσκαρ, βγάζοντας προτροπάδην έξω τους μαθητές σαν πρόβατα και τραβολογώντας τους.

Ο Γκουσγκούνης έκανε κάτι τότε που τον ξεπέρασε κατά πολύ. Χωρίς να το ελπίζει, προκάλεσε κάποιου είδους εξέγερση των νέων κατά της ηθικολογίας, της σοβαροφάνειας, των απαγορευμένων σχέσεων, της κατήχησης, του ελέγχου, του καθωσπρεπισμού. Δι’ αυτού, σαν να παίρναμε εκδίκηση για όλα όσα μας ευνούχιζαν, μας έσφιγγαν υποκριτικά, μας έπνιγαν. Οι αίθουσες όπου ιερουργούσε ο Γκουσγκούνης ήταν χώροι εξέγερσης, εκτόνωσης, αυτοθεραπείας, έκρηξης. Δεν το καταλαβαίναμε τότε – και να σκεφτείς πως ήταν ένα πορνό πολύ λάιτ, που μπροστά στο διαθέσιμο σημερινό του Ιντερνετ φαντάζει σχεδόν σαν κατηχητικό και σαν λαϊκή κωμωδία ταυτόχρονα. Αλλά ήταν η φαλακρή περσόνα του Γκουσγκούνη που έδινε άλλη διάσταση στο έργο, άξια για πολλά βραβεία βατόμουρων – λόγω ευτράπελης βατεύσεως.

https://www.in.gr/2022/05/16/life/stories/kostas-gkousgkounis-eksegersi-kata-tou-kathosprepismou/