Στο γιορτασμό της Απελευθέρωσης , 110 χρόνια μετά, παρατίθενται δυο μαρτυρίες ανθρώπων που τα έζησαν .
Α.Μνήμες Τουρκοκρατίας και Απελευθέρωσης
Παρασκευή βράδυ ανακοινώθηκε η είδηση ότι θα γίνει η μάχη .Σάββατο μέρα έφυγαν οι Τούρκοι. Η βρύση εκείνα τα χρόνια ήταν που είχε ο Τζιούτζιος το μαγαζί πιο πέρα, με δυο σωληνάρια, με
σκεπή. Εκεί στη βρύση ήταν αφέντης Χασάν που ξεπροβοδούσε. Οι Τούρκοι περνούσαν, με τα ζώα, άλλοι ματωμένοι. Άλλοι τους έδινε νερό, άλλοι τους έπλυνε. Τα βλέπαμε από τα παράθυρα. Οι Τούρκοι έφυγαν κατά τη Βρύση Σερβέση και οχυρώθηκαν στα Σέρβια, στο Δέμα…Έφυγαν οι Τούρκοι το Σάββατο και ήρθαν οι Έλληνες σημαίνοντας ο παπάς εδώ το απόγευμα, με ιππικά, μέσα στη Δεσκάτη. Είχαν σκοτώσει τον Μανουσάκη στον Αη Λια απ’ εδώ, και το στρατό το ελληνικό πάει καταλύματα σ’ όλη τη Δεσκάτη το βράδυ. Κάθε οικογένεια έκαναν ετοιμασία και δέχτηκαν τους φαντάροι. Το πρωί έφυγαν και έγινε μάχη στο Δέμα, στα Σέρβια απ’ έξω.
Οι Τούρκοι είχαν οικογένειες εδώ. Είχαμε Μoνδίν, Ζινέλ, Μουκανδέ, Μουσλέ, αυτά τα ονόματα είχαν οι Τουρκάλες, ήταν 4-5 οικογένειες. Αυτοί που ήταν εδώ είχαν νοικιασμένα σπίτια και κάθονταν αλλά είχαν όλο αναποδιές και ιδιοτροπίες. Όταν τρυγούσαν- κάτω εκεί στου Διαμάντη το στάβλο είχαν ένα μεγάλο σκεπασμένο- και περνούσαν ο κόσμος με τα σταφύλια και τα ζύιαζε. Να πληρώνουν το μπιντέμ τουρκικά, το φόρο. Όταν αλώνιζαν τα αλώνια με τη δοκάνη, με τα βόδια, και μαζεύαμε το στάρι να λυχνήσουμε, άμα τραβούσε ο αέρας και το λυχνούσαμε και έβγανε το σπυρί από πάνω, έρχονταν και το σφράγιζε να μη λυχνήσουμε τη νύχτα. Ήταν δυο Τούρκοι, σπαχήδες λέγονταν, και ένας μαξολούρης από την Τσιούκα. Το στρατό ήταν στον Κουσλά. Εκεί είχαν φυλακές, είχαν πολλά πράγματα, κτίρια μεγάλα. Εδώ που έχει ο Μπρασινίκας ο γιατρός το σπίτι είχαν φυλακή. Ηταν μεγάλο το κτίριο και είχαν υπόγειο μέσα, εκεί έβαλαν τους φυλακωμένοι.
Και όταν παραστρατούσε κανένας, το μπάρμπα του Χατζηζήση του Νίκου που έχει τη Μαρίτσα τον πάαιναν στη Ελασσόνα να τον δικάσουν από ένα ψεύτικο θέμα, έκανε να φύγει και τον σκότωσαν στο δρόμο.
Οι Τούρκοι εδώ είχαν αποθήκες κτίρια, είχαν στους Τρικκαλάδες, στο Σάντοβο, στο Μεσαίο, είχαν στο Γύφτικο, πώς μάζωναν τα δέκατα. Μόλις έφυγαν, ουδέ το ίδιο το βράδυ οι Έλληνες παν και χάλασαν τις αποθήκες και έπαιρναν το στάρι.
Οι Τούρκοι έφυγαν. Έμεινε ένας Τούρκος καταεδώ στα χωριά, Μπεκήρ αγάς. Είχε καμιά 50αριά στρατιώτες και είχε ρημάξει τα χωριά, γυναίκες, κορίτσια.
Και εδώ ύστερα η Δεσκάτα στον Άγιο Κωνσταντίνο είχαν όπλα, γεμάτο όπλα αποθήκη. Στον Αη Θανάση φύλαγαν οι ντόπιοι, στην Αγιτριάδα φύλαγαν, στον Αη Νικόλα, στον Αη Γιώργη, στον Κουσλά, παντού γύρω-γύρω. Με το πρώτο όπλο που θα ρίξει, θα ‘ναι ο Μπεκήραγας να φύγει το χωριό, γιατί είχε ρημάξει ο κόσμος, δεν άφηκε χωριά σιαπάνω. Και οι δικοί μας φυλάγονταν να μην έρθει ο Μπεκήραγας, οι πολίτες με τα όπλα.
Εκεί που έχει ο Διαμάντης το στάβλο, πάνω από τηνΑγία Τριάδα, είχε ο Γκρίτζιος σπίτι, ήταν γανωτής και φύλαγε κι αυτός στον Κουσλά. Και ήταν μεθυσμένος και έριξε ένα όπλο. Με το όπλο που έριξε, η Δεσκάτα έφυγε όλη. Να βρέχει, να κλαίνε τα κούτσικα, «ψωμί και αλάτι πάρτε». Ο δικός μου ο πεθερός ο Ρέντας Βασίλης ήταν πρόεδρος στο χωριό, μουχτάρη τον έλεγαν οι Τούρκοι, και ήταν όξω. Όταν ήρθε στο σπίτι « κάτσε δεν είναι τίποτα, ένας μεθυσμένος έριξε όπλο». Είχαν φύγει ο κόσμος μες στη βροχή.
Τον Κουσλά ύστερα τον ρήμαξαν, τον πήρε ο Μπρόβας σαν τον αγόραζαν, κλεμμένο τον είχαν, ξέρω εγώ! Τον χάλασαν. Στη γέφυρα του Κουσλά που περνάτε είχαν το τζαμί. Στρόγγυλη πόρτα και ανέβαινε ο χότζας και έβγανε λόγο, στον Κουσλά από δίπλα. Τα χάλασαν όλα.
Μια οικογένεια κάθονταν στους Καψοπουλάδες και μια παρακάτω στον Κατσιαφλάκα. Στης δασκάλας Γουλίδου που ήταν στου Τσιαρέα παρακάτω κάθονταν οικογένεια τουρκική μέσα στο σπίτι της. Ήταν δασκάλα δεσκατιώτισσα και είχε κορίτσι, Όλγα το ΄λεγαν, και είχε συναναστροφή με τη Γκατζηγιάννη Ρήνα, τη δασκάλα. Οποιοι είχαν κακή ψυχή έκαναν παρέα με τις Τούρκοι, έκαναν ζημίες στον κόσμο. Όπως είχαμε τους σπαχήδες είχαμε και το μαξολούρη.
Εμείς –θυμούμαι καλά-είχαμε μάσει το στάρι. Αλωνίσαμε με τα βόδια και το χαμε λαμνί, έτσι το λέγαμε. Τράβηξε αέρας και λυχνούσαμε και φάνηκε το στάρι. Ήρθε ο Τούρκος και το σφράγισε. Και λέει ο πατέρας μου «Λυχνάτε, βρε παιδιά! Δέκα θημωνιές έχουμε. Θα το δρυμονήσουμε, θα το βάλουμε στα τσουβάλια και ας έρθουν να το δεκατήσουν!». Και το λυχνούν το στάρι και το μαζεύουν και στρώνουν άλλη θημωνιά. Και έρχονται οι Τούρκοι το πρωί, δυο και αυτός ο Τσκιώτης.
-Ποιος σας είπε και εκάνετε αυτή τη δουλειά;
Η μάνα μου είχε ζυμώσει εδώ στο σπίτι. Ο πατέρας μου πήρε ένα φκούλι που γυρνούσαμε το στάρι να το καψαλίσει στο φούρνο. Και πάνε αυτοί εκεί, ο μαξολούρης αυτός με τις δυο Τούρκοι να μαλώσουν τον πατέρα! Σαν παίρνει το φκούλι ο πατέρας μέσα από τη φωτιά και σαν τον τινάζει αυτόν μία εδώ! Έφυγαν αυτοί, λέει τη μάνα μου « Εμένα μπορεί να με σκοτώσουν τώρα! Αλλά θα πας στον Μπρόβα τον Τριαντάφυλλο…». Ήταν γιατρός και διατηρούσε τους Τούρκους αυτός. Ήταν δυο αδέλφια, Τριαντάφυλλος και Θανασούλης. Και πάει η μάνα μου σ’ αυτόν και τον λέει αυτό έφτιαξε ο Αχιλλέας
-Να φύγει 24 ώρες, μπορεί να τον σκοτώσουν!
Και έφυγε ο πατέρας και ήρθαν αυτοί, να κοιτούν το σπίτι, να φωνάζουν, να βρίζουν.
Ο Τριαντάφυλλος γιατρός, ο άλλος ήταν στο χωριό ανακατωμένος. Ήταν Μπρόβας Τριαντάφυλλος, Θανασούλης, Χρήστος, Γιώργος, Θανασάκης Μπρόβας, οι Μπροβαίοι. Οι 2-3 είχαν σπίτι εκεί κάτω και οι άλλοι είχαν σπίτι από την εκκλησιά παραπάνω.
Ήταν ένας αξιωματικός Τούρκος, Ζινέι τον έλεγαν, που κάθονταν στης Γουλίδους λίγο κατεδώ, στα Σφαπάδικα εκεί. Ήταν πολύ κακός. Έσπερναν ο κόσμος κρεμμύδια, λάχανα και πάαινε τα χαλούσε. Είχε δρόμο τα κήπια, δεν πήγαινε γύρω-γύρω, περνούσε από μέσα εκεί τις Καταφαίοι. Άγριος, πολύ άγριος Ζινέι αφέντης! Γκουντήρ αφέντης ήταν καλός, Ζινέι αφέντης κακός!
Ο Τριαντάφυλλος ήταν γιατρός και διατηρούσε τους Τούρκους στον Κουσλά…….
Τα παραπάνω είναι μέρος των αναμνήσεων της γιαγιάς Χρυσούλας Χατζηζήση του Αχιλλέα και της Μαρίας Ν Διαμάντη (7/10/1903-4/2/2002),συζύγου Ρέντα Ιωάννου του Βασιλείου και της Κυράτσως(22/8/1897- 17/10/1976)
Μαγνητοφωνήθηκαν 30/12/1997 με αξιοθαύμαστη πνευματική διαύγεια. Έγινε προσπάθεια να αποδοθεί αυτούσιος ο πρωτότυπος λόγος. Όσο για το ιστορικό ενδιαφέρον για την τοπική ιστορία, είναι αυτονόητο.
Οι
φωτογραφίες διασώζουν τον Κισλά-Κουσλά-Στρατώνες. Η πρώτη
είναι1904-1909. της Βιβλιοθήκης Universitesi Istanbul. Παραχωρήθηκε από
το Λαρισαίο βιβλιοπώλη και μελετητή Αχιλλέα Καλτσά.
Η δεύτερη 1953-1954, της Κοινότητας Δεσκάτης.
Β. Για την Απελευθέρωση Δεσκάτης το 1912
Στις 4(ή 7) Οκτωβρίου 1912 οι Τούρκοι κρατούσαν τα υψώματα του Τρέτιμου, έγινε μια μάχη από το πρωί στις 7 η ώρα η οποία κράτησε μέχρι τις 12 και άρχισε η υποχώρησις των Τούρκων,πρώτα των οικογενειών των αξ/κών και ύστερα του στρατού.Ημείς οι μαθηταί ήμαστε στο σχολείο,παρόλο ότι η Σχολική Εφορία εγνώριζε από την προηγουμένην,που είχε γίνει η πρώτη σύγκρουσις στα μεθοριακά φυλάκια,τα οποία εγκατέλειψαν συμπτηχθέντες στη Δεσκάτη,δεν επήρε τα μέτρα της να μη λειτουργήσει το σχολείο,διότι δήθεν θα παρεξηγούντο οι Τούρκοι,ημείς παρακολουθούσαμε τη μάχη από τα παράθυρα.Τότε ήρθε στο σχολείο ο Γεώργιος Κακούσιος,ο οποίοε ελέγετο και Λογοθέτης και ήτο και ψάλτης στον Άγιο Κων/νο,και παρακάλεσε τον Δ/ντή Χρίστο Βλάνδο να κλείσει το σχολείο φοβούμενος αντίποινα των Τούρκων εις βάρος μας και απεφάσισαν και μας άφησαν.
Εννοείται ότι όλα τα μαγαζιά είχαν κλείσει και δεν εκυκλοφόρει ψυχή! Φύγαμε και επήγαμε στα σπίτια μας.Εμένα μου έστειλαν να πάρω νερό,διότι δεν είχαμε και βρέθηκα στη βρύση την ώρα που άδειαζαν τη Δεσκάτη οι Τούρκοι.Ούτε με μίλησε κανένας,ούτε με κοίταξαν καίτοι από εκεί πέρασε πολύς στρατός συγκροτημένος! Όταν επήγα στο σπίτι,τότε φοβήθηκαν γιατί τους είπα πως πέρασαν οι Τούρκοι από την Αγορά.
Ήμουν στην πέμπτη τάξη και μαθαίναμε και τούρκικα,διότι ήταν υποχρεωτικό μάθημα, και μάλιστα εκείνην την ημέρα είχαμε μάθημα το εξής,((μπενίμ πετερίμ ιού ντουν μπανά βερτί ιστί)),που θα πει ((οδικός μου πατέρας σήμερα θα με φέρει)). Είχαμε μάθει μερικά αλλά δεν συνεχίσαμε.
Όταν μπήκε ο στρατός ο ελληνικός,είχε συγκεντρωθεί όλος ο κόσμος χαρούμενος στην πλατεία και έσχιζε τα φέσια τα τούρκικα, που ήταν κόκκινα με μαύρη φούντα από μπρισίμι.Ημείς οι μαθηταί της 5ης,6ης και 7ης τάξεως είχαμε φέσια κόκκινα και αφού είδαμε τους μεγάλους να τα σχίζουν,επήραμε και ημείς από τα σπίτια τα φέσια και τα σχίσαμε και τα βάλαμε φωτιά στην πλατεία φωνάζοντες ((Ζήτω ο Βασιλιάς της Ελλάδος))!
Το απόγευμα έφεραν τον λοχαγό Μανουσάκη, ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη του Προφήτη Ηλία...(παραλείπονται κρίσεις για τον καθηγητή Λαζάρου).
Ο λοχαγός Μανουσάκης σκοτώθηκε από πλαγιοφυλακή των Τούρκων που ευρίσκετο στα χαρακώματα δεξιά της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία,επίσης κάπου 10-12 στρατιώτες Τούρκοι,και ένας σκοτώθηκε μπροστά στο σπίτι του Ψείρα (Βασιλάκη) τότε, σήμερα Δημακόπουλου, ο οποίος ήτο Έλλην χριστιανός επιστρατευμένος,από τον παπά Ηλία Κερασοβίτη από την Τσιούκα (Νέα),ο οποίος είχε μπει πρώτος μαζί με αντάρτες και μετά ήλθε ο στρατός συγκεντρωμένος. Ήταν το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων της 1ης Μεραρχίας. Την επομένην ήλθε μία μεραρχία ιππικού υπό τον συν/ρχη ιππικού Σαπουντζάκην. Αυτή ήλθε από την Ελασσόνα και ανεχώρησε προς Γρεβενά την επομένην με αντικειμενικό σκοπό να πηγαίνει προς την Άρτα. Εφιλοξενήθη στη Δεσκάτη, όπως και το 1/38 που κι αυτό κατευθύνθηκε προς τα Σέρβια μέσω Λαζαράδων διότι εκεί οι Τούρκοι έδωσαν μεγάλη μάχη στα οχυρά της Πόρτας και Σαραντάπορου. Έγινε μια σύγχισις την επομένην το βράδυ και συνεκρούσθησαν ελληνικά τμήματα που ευρίσκοντο στο Λειβαδερό, ήταν τμήματα που πέρασαν από την Κρανιά-Λουτρό,αλλά λόγω σκότους που πήγαιναν τα τμήματα Δεσκάτης προς Λαζαράδες για να φτάσουν στα Σέρβια. Εκεί συνεκρούσθησαν με αρκετές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Εκεί τραυματίστηκαν οι λοχίαι Ζέρβας και Ντερτιλής, μετέπειτα στρατηγοί στην αντίσταση της κατοχής,και ο λοχίας Μπαρμπάτσελος οι οποίοι νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο Δεσκάτης καθώς και άλλοι. Αυτούς τους θυμάμαι διότι το νοσοκομείο ήτο στο σπίτι του παπα Γιάννη (Λαβίδα), αργότερα Ανδρέα Καψόπουλου. Ήταν στη γειτονιά μας και κάναμε θελήματα επειδή ήταν τραυματίαι, τους αγοράζαμε καπνό σε πακέτα και τσιγαρόχαρτα,δεν υπήρχαν έτοιμα τσιγάρα αλλά έκαναν στριφτό.
Επειδή δεν υπήρχαν πολλά μέσα στην επιμελητεία του στρατού,ο Δήμαρχος Θανασούλης Μπρόβας είχε κάνει έκκληση στους κατοίκους και κάθε μέρα,με τη σειρά,μαγειρεύανε 5-6 σπίτια για τους τραυματίες,οι οποίοι δεν ήταν παραπάνω από 30-35 νοσηλευόμενοι. Ειδοποιούσαν φυσικά τα σπίτια που είχαν δυνατότητες να προσφέρουν από ένα γεύμα.Μια μέρα έκανε και η μητέρα μου με τη θεία μου Μάρθα 4 πίτες σε μεγάλα ταψιά και τις έκοψαν κομάτια και τις πήγαμε, έδωσαν δε σε όλους τους τραυματίες και ασθενείς. Νοσοκόμοι ήταν μόνο δύο αλλά πολλά κορίτσια των καλυτέρων οικογενειών υπηρετούσαν τους αρρώστους με επικεφαλής τον γιατρό Μήτσιο Μπρόβα.
Ημείς οι πιτσιρικάδες είχαμε πηγαίνει στα χαρακώματα στον Τρέτιμο και μαζεύαμε κάλυκες από μάουζερ και κάναμε τα λουργιά που φορούσαμε στη μέση,άλλοι με φούστες μαύρες και άλλοι με αντεργιά,ολίγοι είμαστε με παντελόνια.Κάναμε φυσεκλίκια,τα οποία φορούσαμε για να φαινόμαστε φόβιοι,άλλοι τα είχαμε σταυρωτά στα στήθη,άλλοι στη μέση! Κάποιος πήρε μυρωδιά ότι είχαν αξία οι κάλυκες,ένας ψευτομπακάλης,και τα αγόρασε 5 κάλυκες μια δεκάρα ή ανάλογα σταφιδοστράγαλα,ο οποίος τα πουλούσε σε έναν που έκανε κυπριά στα Τρίκαλα και κονόμησε αρκετά λεπτά!
Κατά την υποχώρηση των Τούρκων μας άφησαν 2 αλβανότουρκους και έναν ανατολίτη τούρκο,Χασάν.Αυτός δεν έφυγε γιατί ήταν μεθυσμένος. Τον είχαν παρέα ο πεθερός μου Θανασούλης Αναγνώστου, ο Μιχάλης Τζήμουλας, Βασίλης Μπρούφας-Μπρασινίκας, Δημητράκης Ποντίκας ο νουνός μου και άλλοι. Όταν ξύπνησε, τον είπαν ότι έγινε ελληνικό και οι Τούρκοι έφυγαν, αυτός δεν πίστευε, τον πήραν στο νοσοκομείο, τον έδειξαν τους ευζώνους και έτσι πίστεψε! Το έριξαν πάλι στο μεθύσι και στο τέλος τον βάφτισαν και τον ονόμασαν Νικόλα! Οι άλλοι δυο ήταν τουρκαλβανοί, τον έναν τον λέγαν Φακή και τον άλλον Μπραίμη. Έμειναν στη Δεσκάτη και αυτοί είχαν την παρέα τους και ήταν πάντοτε μεθυσμένοι και πέθαναν στη Δεσκάτη. Τους έβαζαν δραγάτες στα αμπέλια……
..........................................................................................................................................................................................................................
Τα παραπάνω αναγραφόμενα είναι μέρος των ενθυμήσεων του Αθανασίου Κ.Τσαπαλίδη(1900-1988) που μου εμπιστεύτηκε η κόρη του κ. Ευαγγελία /Λούλα(1933-1/8/2019), συζ. Σίμου Οικονόμουι. Διατηρήθηκε το ύφος και η σύνταξη του πρωτότυπου ενώ χρησιμοποιήθηκε μονοτονικό. Φυσικά, όπως και κάθε προσωπική μαρτυρία, χρειάζονται έλεγχο και διασταύρωση. Είναι αναμφισβήτητα σπάνια, μοναδική και για αυτό πολύτιμη.
Σημειώσεις.
1.Στο Μητρώο Αρρένων της Κοινότητας Δεσκάτης υπαρχουν καταχωρημένα τα τούρκικα ονόματα: α. Νταηλιάν Φαήκ (1878) και Νταηλιάς Τζεμάλ (1876).
2.Ο Ανδρέας Γ. Καψόπουλος(1889) ήταν από Καλαμάτα. Έκανε δικαστικός κλητήρας και γραμματέας Κοινότητας Δεσκάτης. Παντρεμένοε με την Καλλιόπη παπα Γιάννη Λαβίδα απέκτησαν τρία αγόρια.Το σπίτι τους ήταν στη θέση που υπάρχει σήμερα αυτό των κληρονόμων Περιστέρη Λ. Αγοραστού, δίπλα Τρικαλλίδη, στη Μεσαία.
3.Το σπίτι Τσαπαλίδη ήταν στη θέση του Θεμιστοκλή Κ. Κατσιαφλάκα, στη Μεσαία Συνοικία. Τα έκαψαν οι Γερμανοί το Φλεβάρη 1944.
Οι φωτογραφίες διασώζουν τον Κισλά-Κουσλά-Στρατώνες. Η πρώτη είναι1904-1909. της Βιβλιοθήκης Universitesi Istanbul. Παραχωρήθηκε από το Λαρισαίο βιβλιοπώλη και μελετητή Αχιλλέα Καλτσά. Η δεύτερη 1953-1954, της Κοινότητας Δεσκάτης.
04/10/2022
Επιμέλεια -παρουσίαση
Δημήτριος Ευθ. Γαλάνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου