Οικογένειες και μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς κινδυνεύουν εξίσου
από την αναγκαστική τους συνύπαρξη που γεννήθηκε ως ένα ακόμη απρόβλεπτο
αποτέλεσμα του δεκαετούς πολέμου
Στο αλ-Κφεΐρ της Συρίας, την ώρα που ο ήλιος δύει, παιδιά με
βρώμικα ρούχα και διαλυμένα παπούτσια βοσκούν πρόβατα στους επιβλητικούς πέτρινους τοίχους ενός βυζαντινού οικισμού που εγκαταλείφθηκε πάνω από 1.000 χρόνια πριν, και ο οποίος καταλήγει σε μια αρχαία σπηλιά, όπου τα ζώα θα περάσουν τη νύχτα.Πλυμένα ρούχα είναι απλωμένα στους ημι-κυλινδρικούς τοίχους μιας ερειπωμένης εκκλησίας που χτίστηκε αιώνες πριν. Ανάμεσα στα ερείπια των δυο τετράγωνων διαδρόμων, που είναι στολισμένοι με σκαλιστά φύλλα, αναπτύσσονται λαχανικά. Τριγύρω είναι σκορπισμένες τεράστιες πέτρες, που άλλοτε σχημάτιζαν μια μεγάλη πόλη.
Εκεί, στον αρχαιολογικό χώρο του αλ-Κεΐφρ της Συρίας, εδώ και πάνω από ένα χρόνο έχουν βρει καταφύγιο ο Αμπού Ραμαντάν και η οικογένειά του, προσπαθώντας να διαφύγουν από μια επίθεση της συριακής κυβέρνησης.
Έκτοτε, ζουν εκεί.
Ο 38χρονος Ραμαντάν λέει στους Times της Νέας Υόρκης ότι δεν ενδιαφέρεται και πολύ για την ιστορία της πόλης, που έχει υπάρξει εμπορικό και γεωργικό κέντρο της περιοχής, όμως εκτιμά τους στιβαρούς τοίχους που παρέχουν προστασία από τον άνεμο και την αφθονία των πετρών που επέτρεψαν στην οικογένειά του, που είχε χάσει τα πάντα, να χτίσει μια νέα ζωή.
«Αυτά τα χτίσαμε από τα ερείπια», λέει δείχνοντας ένα κοτέτσι και έναν ξυλόφουρνο. «Κι εμείς έχουμε μετατραπεί σε ερείπια».
Καθώς ο δεκαετής εμφύλιος της Συρίας έχει εκτοπίσει εκατομμύρια ανθρώπους, οικογένειες όπως εκείνη του Αμπού Ραμαντάν προσπαθούν να δραπετεύσουν από τον σύγχρονο πόλεμο πίσω από τους τοίχους δεκάδων αρχαίων χωριών που είναι διάσπαρτα στους λόγους στα βορειοδυτικά της πόλης, σε μια περιοχή που εξακολουθεί να βρίσκεται πέρα από τον έλεγχο της κυβέρνησης του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ.
Από τη στιγμή που εγκαταλείφθηκαν από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες τους, μεταξύ του όγδοου και του δέκατου αιώνα, αυτά τα ερείπια έχουν διατηρηθεί σε αξιοσημείωτα καλή κατάσταση για περισσότερα από 1.000 χρόνια, με τις πέτρινες δομές τους να έχουν αντέξει σε μεγάλο βαθμό τις αλλαγές των αυτοκρατοριών και τα χτυπήματα του ανέμου και της βροχής.
Όμως οι σημερινές συγκρούσεις στη Συρία δημιουργούν νέες απειλές για αυτούς τους αρχαιολογικούς χώρους, με τις εντυπωσιακές εκκλησίες τους, τα πολυώροφα σπίτια τους και τα κομψά λουτρά τους. Οι προσόψεις τους πλέον έχουν στιγματιστεί από σφαίρες, οι κίονές τους έχουν καταστραφεί από βομβαρδισμούς και οι τοίχοι τους έχουν χρησιμοποιηθεί για την προστασία στρατιωτών, ανταρτών και τζιχαντιστών που μάχονται μεταξύ τους για το μέλλον της χώρας.
Χιλιετίες ανθρώπινης παρουσίας συνεπάγονται την ύπαρξη αμέτρητων αρχαιολογικών χώρων στη Συρία που χρονολογούνται στην ελληνιστική, ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική περίοδο. Η UNESCO έχει ορίσει έξι αρχαιολογικούς χώρους της Συρίας ως μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μεταξύ των οποίων, το 2011, και τα ερείπια στα βορειοδυτικά της χώρας που αποκαλούνται Αρχαία Χωριά της Βόρειας Συρίας.
Η χρήση αυτών των αρχαιολογικών χώρων ως άτυπων προσφυγικών καταυλισμών, δημιουργεί φόβους στους αρχαιολόγους για το μέλλον των ερειπίων, καθώς οι οικογένειες προσθέτουν καινούργιους τοίχους και αφαιρούν πέτρες για να τις χρησιμοποιήσουν εκ νέου.
«Οι τοίχοι μας προστατεύουν από τους ανέμους, το κρύο και όλα τα υπόλοιπα», εξηγεί στους Times ο Αμπντουλαζίζ Χασάν, ένας 45χρονος που ζει με την οικογένειά του σε ένα αντίσκηνο μέσα στα ερείπια του Ναού του Ολυμπίου Διός, που χτίστηκε πριν από 1.800 χρόνια, κοντά στο χωριό Μπαμπούτα.
Ο Χασάν ήταν κηπουρός πριν τον πόλεμο και έχει αναγκαστεί να μετακινηθεί πολλές φορές μαζί με την οικογένειά του για να αποφύγει τον κυβερνητικό στρατό που σταδιακά έμπαινε και πιο βαθιά στις περιοχές που ελέγχονταν από τους αντάρτες, για να καταλήξουν τελικά να εγκαθίστανται στα ερείπια του ναού, επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν ενοίκιο, όπως εκείνοι που στήνουν τα αντίσκηνά τους σε ιδιωτικά οικόπεδα.
«Πού αλλού να πάμε;», αναρωτιέται μιλώντας στους Times. «Όπου κι αν πας, είσαι αναγκασμένος να πληρώσεις».
Τα ερείπια των τριών τοίχων του ναού σκεπάζουν το αντίσκηνό τους, ενώ η πλαγιά πάνω στην οποία βρίσκονται είναι γεμάτη από πεσμένους κίονες και γιγάντιες πέτρες με αρχαιοελληνικές επιγραφές.
Ο πόλεμος κατέστρεψε αρχαιολογικούς χώρους και σε άλλες περιοχές της Συρίας.
Το Κρακ των Ιπποτών, ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κάστρα των Σταυροφόρων σε όλο τον κόσμο, ήταν γεμάτο συντρίμμια όταν η κυβέρνηση το κατέλαβε από τους αντάρτες, το 2014.
Και μετά την κατάληψη των μεγαλειωδών ερειπίων, ηλικίας 2.000 ετών, της πόλης της Παλμύρα από τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, το ρωμαϊκό θέατρο στο εσωτερικό της μετατράπηκε σε τόπο εκτελέσεων.
Οι αρχαιολογικοί χώροι στα βορειοδυτικά της Συρίας, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, δεν είχαν λάβει την προσοχή που τους αναλογούσε μέχρι τον πόλεμο. Ήταν τόσο πολλά και τόσο ελλιπώς ανεπτυγμένα ως τουριστικοί προορισμοί, που η περιοχή θύμιζε ένα τεράστιο, ανοιχτό μουσείο.
Οι επισκέπτες τριγυρνούσαν στα ερείπια των παγανιστικών ναών και των πρωτοχριστιανικών εκκλησιών, κατέβαιναν στις υπόγειες αποθήκες στη βάση των πετρωδών πλαγιών και θαύμαζαν τα περίπλοκα σχέδια γύρω από τα παράθυρα και τους σκαλιστούς σταυρούς πάνω από τις πόρτες.
Η συριακή κυβέρνηση είχε βαφτίσει αυτές τις αρχαίες εγκαταστάσεις «Ξεχασμένες Πόλεις» για να προσελκύσει επισκέπτες.
Χτισμένες ανάμεσα στον πρώτο και τον έβδομο αιώνα μ.Χ., προσέφεραν «μια σπάνια εικόνα της ζωής στην επαρχία» κατά τη διάρκεια της μετάβασης από την παγανιστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προς τη Χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σύμφωνα με την UNESCO.
Οι αρχαίες πόλεις εγκαταλείφθηκαν στη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν εξαιτίας αλλαγών στο κλίμα και μετατοπίσεων των εμπορικών δρόμων και του πολιτικού ελέγχου – όχι όμως και εξαιτίας κάποιου πολέμου, γεγονός που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό και για την τόσο καλή διατήρησή τους, σύμφωνα με τον Αμρ Αλ-Αζμ, πρώην εργαζόμενο της συριακής εφορίας αρχαιοτήτων και νυν καθηγητή ιστορίας της Μέσης Ανατολής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο «Σόνι» στο Πόρτσμουθ του Οχάιο.
Οι προσπάθειες για την προστασία των αρχαιολογικών χώρων διακόπηκαν απότομα με το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία το 2011, όταν ένοπλες ομάδες άρχισαν να τους χρησιμοποιούν ως βάσεις.
Το 2016, βομβαρδισμοί προκάλεσαν ζημιές στην Εκκλησία του Αγίου Συμεών, καταστρέφοντας τους κίονες επί των οποίων λέγεται ότι ο άγιος έζησε επί σχεδόν 40 χρόνια, μέχρι τον θάνατό του το 459 μ.Χ.
Οι απειλές για τις ιστορικές αυτές τοποθεσίες αυξήθηκαν περαιτέρω στη διάρκεια της περσινής χρονιάς, όταν μια επίθεση της κυβέρνησης ώθησε σχεδόν ένα εκατ. άτομα στα βορειοδυτικά της χώρας, που βρίσκονται ακόμη υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Περίπου 2,7 εκατ. από τους 4,2 εκατ. ανθρώπους που ζουν πλέον στην περιοχή, βρέθηκαν εκεί από άλλα μέρη της Συρίας.
Η περιοχή που ελέγχουν οι αντάρτες είναι μικρή και συνωστισμένη, ενώ οι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι πίσω από έναν τοίχο που απλώνεται στα τουρκικά σύνορα προς το βορρά, για να τους εμποδίσει να εγκαταλείψουν τη χώρα, ενώ πίσω τους βρίσκονται οι εχθρικές δυνάμεις της κυβέρνησης. Καθώς οι νέες αφίξεις πάλευαν να βρουν καταφύγιο στα κατεστραμμένα χωριά, τους ελαιώνες και τους εκτεταμένους καταυλισμούς, ορισμένοι επέλεξαν να εγκατασταθούν στους αρχαιολογικούς χώρους.
Οι οικογένειες με οικόσιτα ζώα έδειξαν προτίμηση προς τις αρχαίες πόλεις, αφού τους προσέφεραν περισσότερο χώρο σε σχέση με τους καταυλισμούς. Πολλοί χρησιμοποίησαν τις στιβαρές και κομμένες εκ των προτέρων πέτρες, για να χτίσουν στάνες ή να ενισχύσουν τα αντίσκηνά τους.
Κάποιες πόλεις διαθέτουν και υπόγειες σπηλιές, όπου οι οικογένειες αποθηκεύουν τα υπάρχοντά; τους και βρίσκουν καταφύγιο από αεροπορικές επιθέσεις, όταν ακούνε πολεμικά αεροπλάνα να πετούν πάνω από την περιοχή.
Ο Αϊμάν Ναμπό, αξιωματούχος της εφορίας αρχαιοτήτων στην τοπική κυβέρνηση του Ιντλίμπ υποστηρίζει ότι οι βομβαρδισμοί έχουν καταστρέψει πολλούς αρχαιολογικούς χώρους, ενώ η φτώχεια και το χάος του πολέμου έσπρωξε πολλούς σε παράνομες ανασκαφές.
«Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, ένας ολόκληρος αρχαιολογικός χώρος μπορεί να εξαφανιστεί», τονίζει στους Times.
Η τοπική κυβέρνηση δεν διέθετε τους πόρους για να προστατεύσει τους αρχαιολογικούς χώρους, όμως ο Ναμπό ελπίζει να επιβιώσουν, τόσο για τις μελλοντικές γενιές, όσο και για τους ανθρώπους που αυτή τη στιγμή είναι εγκλωβισμένοι σε αυτό που αποκαλεί «μια μεγάλη φυλακή» με τις κυβερνητικές δυνάμεις να ελέγχουν τους δρόμους προς τις μεσογειακές ακτές και την υπόλοιπη Συρία.
«Πλέον δεν έχουμε θάλασσα», λέει στους Times. «Πλέον δεν έχουμε ποτάμι. Πλέον δεν έχουμε ένα δάσος, να το επισκεφθούν τα παιδιά μας». Επομένως, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από αυτά τα μέρη ως «χώρους για να ανασάνουν».
Προς το παρόν, όμως, αποτελούν το τελευταίο καταφύγιο οικογενειών που έχουν χτυπηθεί από τον πόλεμο.
«Όποτε βρέχει, βρεχόμαστε», περιγράφει στους Timesη Σιχάν Τζασέμ, μια 26χρονη η οικογένεια της οποίας έχει μετακινηθεί άλλες τρεις φορές από όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους. Πλέον έχουν καταλήξει σε μια θλιβερή σκηνή από κουβέρτες και μουσαμά, στη μέση των ερειπίων του Ντεΐρ Αμμάν, ενός βυζαντινού χωριού.
«Τα παιδιά παίζουν στα ερείπια κι εμείς ανησυχούμε ότι θα τα πλακώσουν οι πέτρες», τονίζει.
Η αδερφή της, που έμεινε χήρα στη διάρκεια του πολέμου, μένει σε ένα κοντινό αντίσκηνο με τα πέντε παιδιά της.
Σε έναν αρχαίο τοίχο, κάποιος έχει γράψει με σπρέι: «Η αγάπη σου είναι σαν γιατρικό».
Όμως η Τζάσεν δεν μπορεί να δει τον ρομαντισμό στο τοπίο.
«Ευχόμαστε να είχαμε μείνει στα σπίτια μας», λέει στους Times. «Και να μην είχαμε δει ποτέ αυτά τα ερείπια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου