Η μεγαλύτερη κλοπή στην ιστορία της τέχνης γίνεται δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ από το Netflix - Είναι η ιστορία μιας παλιάς αλλά καθόλου ξεχασμένης, σχεδόν ατζαμίδικης ληστείας με «πρωταγωνιστές» τον Ρέμπραντ, τον Βερμέερ και τον Ντεγκά
Δεκατρία κλεμμένα έργα τέχνης που αγνοούνται 30 χρόνια πια, μιαεπικήρυξη 10 εκατ. δολαρίων που παραμένει ενεργή παρά τη μεσολάβηση τριών δεκαετιών, ένα ετερόκλητο γαϊτανάκι εμπόρων τέχνης, παραχαρακτών, αστυνομικών και επιφανών μελών της ιταλικής και της ιρλανδικής μαφίας που επιδίδεται σε ένα ατέρμονο και ατελέσφορο κυνήγι του θησαυρού, μια μουσειακή αίθουσα με κορνίζες αντί για έργα τέχνης στους τοίχους της να ανανεώνει την προσδοκία πως τα κλοπιμαία κάπου, κάπως, κάποτε θα επιστραφούν εκεί όπου ανήκουν.
Η θρυλική ληστεία στο Μουσείο «Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ» της Βοστόνης παραμένει ανεξιχνίαστη από το 1990, κυρίως είναι αταλάντευτη στην κορυφή των πιο προσοδοφόρων -για τους αυτουργούς της- κλοπών στην ιστορία της τέχνης. Η αξία των συνολικά δεκατριών έργων του Ρέμπραντ, του Βερμέερ, του Μανέ, του Ντεγκά και του Φλινκ υπολογίζεται στα 500 εκατ. δολάρια και αναδύεται ξανά στον αφρό της επικαιρότητας της οικουμένης των καλών τεχνών χάρη σε ένα ντοκιμαντέρ του Netflix που αναβιώνει το χρονικό της εισβολής στο μουσείο, μα κυρίως την τριακονταετία των άκαρπων ερευνών για τα παραπάνω από πολύτιμα λάφυρα.
Οι αδελφοί Κόλιν και Νικ Μπάρνικλ, γέννημα θρέμμα Βοστονέζοι, που ταύτισαν τα παιδικά χρόνια τους με τη ληστεία-μύθο, αποφάσισαν να πιάσουν από την αρχή το κουβάρι της αφήγησης και κυρίως να αποπειραθούν να απαντήσουν στην ερώτηση των 100 εκατ. δολαρίων που ταλανίζει γενιές και γενιές εγκληματολόγων και φιλότεχνων: πού είναι τα έργα; Με τη βοήθεια της Τζέιν Ρόζενταλ στην παραγωγή (βλ. κινητήριος δύναμη του Tribeca Film Festival, δεξί χέρι του Ρόμπερτ Ντε Νίρο και παραγωγός μεταξύ άλλων του «Ιρλανδού» και της σειράς «When They See Us»), τα δύο αδέλφια σε λίγες ημέρες (πρεμιέρα 7 Απριλίου) ετοιμάζονται για το ντεμπούτο τους στο Netflix με πολιορκητικό κριό το «This is a robbery».
Ο τίτλος είναι σαφής, περιεκτικός και περιγράφει μέχρι κεραίας την ιστορία μέσα από τις εξιστορήσεις ανθρώπων που έζησαν τη ληστεία από πρώτο χέρι ή αφιέρωσαν ένα σεβαστό κομμάτι της ζωής τους για την εξιχνίασή της. Eχει όμως και ιστορική βάση, αφού, σύμφωνα με όσα κατέθεσαν οι υπεύθυνοι φύλαξης του Μουσείου «Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ», τη βραδιά της επιδρομής οι δύο μπουκαδόροι με το εκλεπτυσμένο γούστο τούς στόχευσαν με ένα όπλο και τους ενημέρωσαν με περίσσευμα απάθειας αλλά και ειλικρίνειας ότι αυτό που συνέβαινε ήταν ληστεία.
Λίγα λόγια για το έργο
Ξημέρωνε Κυριακή 18 Μαρτίου του 1990. Ο κόσμος ήταν στους δρόμους και διασκέδαζε αφού την προηγούμενη ήταν η Ημέρα του Αγίου Πατρικίου. Οι δύο φύλακες του μουσείου είχαν πιάσει την καθιερωμένη τους βάρδια. Δεν ήταν ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο ράθυμοι από το συνηθισμένο. Aλλωστε σε σχέση με υπεύθυνους ασφάλειας άλλων μουσείων είχαν λιγότερη δουλειά να κάνουν. Αυτό ήταν και το πρόβλημα. Η ιστορία λέει ότι το 1982 το Μουσείο «Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ» ενίσχυσε σημαντικά τα συστήματα ασφάλειάς του ύστερα από υπόδειξη του FBI. Οι ομοσπονδιακοί είχαν καταφέρει να συλλάβουν μια ομάδα κακοποιών, αυτοχθόνων της Βοστόνης, που ετοίμαζαν ένα φιλόδοξο αλλά αποτυχημένο εκ του αποτελέσματος κόλπο. Τότε στις αίθουσες τοποθετήθηκαν 60 ανιχνευτές κίνησης υπέρυθρων και τέσσερις κάμερες περιμετρικά του κτιρίου. Τα πενιχρά οικονομικά του ιδρύματος αλλά και η διαθήκη της Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντερ στην οποία η ίδια όριζε να μην αλλάξει τίποτα μετά τον θάνατό της στο μουσείο που δημιούργησε αποθάρρυναν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου από τις σαρωτικές ανακαινίσεις για την τοποθέτηση καμερών και εντός των εγκαταστάσεων. Από τον θάνατο όμως της Αμερικανίδας φιλότεχνης (πέθανε ύστερα από αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια το 1924) είχε περάσει περισσότερος από μισός αιώνας. Ο κόσμος είχε προοδεύσει, το ίδιο και τα εφευρήματα των ληστών. Σημειώστε ότι την περίοδο της εισβολής οι φύλακες του μουσείου μπορούσαν να ενημερώσουν την αστυνομία για επικείμενο κίνδυνο μόνο μέσω ενός κουμπιού που υπήρχε στο γραφείο τους, την ώρα που άλλα ιδρύματα χρησιμοποιούσαν μια πιο κοστοβόρα αλλά ασφαλέστερη τακτική, εκείνη της επικοινωνίας μεταξύ security και αστυνομικών αρχών ανά μία ώρα.
Στη 1.20 τα ξημερώματα της 18ης Μαρτίου, δύο αστυνομικοί εμφανίστηκαν στην πλευρική είσοδο του μουσείου και ζήτησαν άδεια από τους δύο φρουρούς να περάσουν μέσα. Ερευνούσαν, σύμφωνα με όσα κατέθεσαν ότι τους είπαν, την πιθανή εισβολή κάποιου μεθυσμένου στον προαύλιο χώρο. Η εμφάνισή τους ήταν τόσο πειστική (ή ίσως η αφέλεια του φύλακα που άνοιξε τελικά την πόρτα τόσο μεγάλη), ώστε λίγα λεπτά αργότερα οι δύο υποτιθέμενοι αστυνομικοί είχαν κάνει το πρώτο μεγάλο βήμα για την ολοκλήρωση του σχεδίου τους. Ρώτησαν αν υπήρχαν άλλοι φρουροί στο μουσείο, πήραν αρνητική απάντηση και το πάρτυ ξεκίνησε. Ο ένας από τους δύο υπεύθυνους ασφάλειας παρατήρησε ότι το μουστάκι του ενός αστυνομικού έγερνε, ήταν καταφανώς ψεύτικο. Ηταν όμως πια αργά. Οι ληστές είχαν ήδη περάσει χειροπέδες στους νεαρούς φρουρούς, τους είχαν φιμώσει και είχαν περάσει κολλητική ταινία γύρω από τα μάτια τους. Πλέον μπορούσαν να σουλατσάρουν ανενόχλητοι στις αίθουσες του μουσείου. Η διαδρομή τους αναπαραστάθηκε έκτοτε πολλές φορές, αφού οι ανιχνευτές κίνησης κατέγραψαν κάθε τους βήμα. Για 81 λεπτά οι ληστές περιδιάβαιναν προφανώς άνετοι και χωρίς σπουδή, όπως μαρτυρά ο χρόνος παραμονής τους, τα έργα τέχνης. Εφυγαν με σοδειά συνολικά δεκατρείς πίνακες, ανάμεσά τους και τη μοναδική θαλασσογραφία του Ρέμπραντ «Η καταιγίδα στη θάλασσα της Γαλιλαίας». Ωστόσο, το μεγαλύτερο λάφυρό τους ήταν το «Κοντσέρτο» του Βερμέερ, ένα από τα 34 σωζόμενα έργα του Ολλανδού ζωγράφου. Η αξία του σήμερα υπολογίζεται στα 250 εκατ. δολάρια, δηλαδή το ήμισυ των 500 εκατ. δολαρίων στα οποία εκτιμήθηκε η συνολική λεία των άφαντων έως σήμερα ληστών.
Πού είναι ο Μανέ; Πού είναι ο Ντεγκά;
Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί αναφορικά με τα κίνητρα της ληστείας στο Μουσείο «Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ» τα τελευταία 30 χρόνια. Παρεμπιπτόντως, το αδίκημα παραγράφηκε το 2010, όμως η επικήρυξη των έργων προς 10 εκατ. δολάρια παραμένει ενεργή. Το σενάριο που προκρίνεται είναι ότι, κατ’ αρχάς, οι ληστές που εισέβαλαν στο μουσείο δεν είχαν ιδέα από τέχνη. Μπορεί να λαφυραγώγησαν δύο σπάνιους πίνακες (του Ρέμπραντ και του Βερμέερ), όμως άφησαν ανέγγιχτα άλλα, εξίσου σημαντικά και σπάνια έργα όπως του Μποτιτσέλι, του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Αγγέλου, ενώ δεν μπήκαν καν στην αίθουσα που φιλοξενεί την περίφημη «Αρπαγή της Ευρώπης» του Τιτσιάνο. Ή οι θρασείς λωποδύτες ήταν λάτρεις της μεγάλης των Φλαμανδών σχολής ή άσχετοι περί της τέχνης. Οι ειδικοί κλίνουν μάλλον στη δεύτερη εκδοχή, η οποία ενισχύει και την υπόθεση πως τα έργα κλάπηκαν από ανθρώπους του υποκόσμου με το σκεπτικό να λειτουργήσουν ως ανταλλακτικό νόμισμα για την αποφυλάκιση επιφανών μαφιόζων. Αίνιγμα παραμένει και ο τόπος στον οποίο κατέληξαν τα έργα. Η μία σχολή σκέψης θέλει τους δεκατρείς πίνακες να παραμένουν ακόμα σε αμερικανικό έδαφος, και μάλιστα όχι πολύ έξω από τη Βοστόνη, φυλασσόμενα σε ειδικές κρύπτες υπό συνθήκες θερμοκρασίας, φωτός και υγρασίας που δεν θα διακινδυνεύσουν την ακεραιότητά τους. Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που θεωρούν πως ήδη από το 1990 οι πίνακες μεταφέρθηκαν λαθραία στην Ιρλανδία. Γιατί εκεί; Ο Τσαρλς Σιν, τέως στέλεχος της Σκότλαντ Γιαρντ και ειδικός στη διαλεύκανση κλοπών τέχνης, πιστεύει ότι κομβικό ρόλο στη ληστεία είχε ο παντοδύναμος ιρλανδικής καταγωγής μαφιόζος και πληροφοριοδότης του FBI Γουάιτι Μπάλγκερ. Αυτός λέγεται πως οργάνωσε το κόλπο και παρέδωσε τους δεκατρείς πίνακες στον IRA, με τον οποίο είχε ανοιχτούς λογαριασμούς. Η εικασία του Σιν στα αυτιά πολλών ακούγεται η πλέον πειστική. Αλλωστε μιλάμε για τον άνθρωπο που το 1994 κατάφερε σε μόλις τρεις μήνες να εξιχνιάσει την κλοπή της «Κραυγής» του Μουνκ από την Εθνική Πινακοθήκη του Οσλο. Το σημείωμα «ευχαριστούμε για τα ελλιπή μέτρα ασφαλείας» που είχαν αφήσει οι ληστές είχε αναδείξει τη σύλληψή τους σε θέμα γοήτρου για το έμπειρο λαγωνικό της βρετανικής αστυνομίας που προσέτρεξε και τελικά ενορχήστρωσε τότε την έρευνα των Νορβηγών.
Υπάρχουν βέβαια και άλλα σενάρια. Το 1991 ο γνωστός στις ΗΠΑ κλέφτης έργων τέχνης Μάιλς Τζ. Κόνορ Τζούνιορ δήλωσε από τη φυλακή όπου βρισκόταν πρόθυμος να συνεργαστεί με τις Αρχές ώστε να ξεσκεπάσουν τη ληστεία στο Μουσείο «Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ». Ο Κόνορ υποστήριζε πως είχε βάσιμες πληροφορίες ότι δύο διαβόητοι μαφιόζοι, ο Μπόμπι Ντονάτι και ο Ντέιβιντ Χάντον (αμφότεροι φυλακισμένοι τότε, γεγονός που ενισχύει το ενδεχόμενο να ήθελαν τους πίνακες ως αντάλλαγμα για την ελευθερία τους), ήταν οι εγκέφαλοι πίσω από την εισβολή που υλοποίησαν τσιράκια τους. Ηταν πραγματικά κρίμα που οι Αρχές δεν πρόλαβαν να τους ανακρίνουν, αφού ο πρώτος δολοφονήθηκε στη φυλακή και ο δεύτερος πέθανε από φυσικά αίτια λίγες εβδομάδες αργότερα. Αν έχει κάποια βάση αλήθειας το συγκεκριμένο σενάριο, τα κλοπιμαία έχουν περάσει πια στα εγγόνια τους. Υπάρχει βέβαια και η πλέον απογοητευτική εκδοχή στο κυνήγι για τον εντοπισμό των έργων ενός άσπονδου φίλου του Ντονάτι. Το 2014 εκείνος αποκάλυψε στον βραβευμένο με Πούλιτζερ Αμερικανό δημοσιογράφο Στέφεν Κούρκτζιαν, γνωστό από τη συμμετοχή του στη δημοσιογραφική ομάδα της «Boston Globe» που έφερε στο φως το σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων από ιερείς της ρωμαιοκαθολικής επισκοπής τη δεκαετία του ’70, ότι οι άνθρωποι του Ντονάτι έθαψαν κατ’ εντολή του τους κλεμμένους πίνακες. Πάντως, η τότε διευθύντρια του μουσείου Αν Χόλεϊ δεν έπαψε ποτέ να ελπίζει. Το 1994 μάλιστα βρέθηκε πιο κοντά από ποτέ στη λύση του μυστηρίου. Μια επιστολή με ανώνυμο αποστολέα που υποστήριζε ότι κατέχει πολύτιμες πληροφορίες έφτασε στο γραφείο της. Οι λεπτομέρειες που παρέθετε έμοιαζαν τόσο στέρεες και ασφαλείς ώστε κινητοποιήθηκε ξανά ο μηχανισμός του FBI. Παρότι η Χόλεϊ δήλωσε πρόθυμη να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του αγνώστου, να πληρώσει δηλαδή 2,6 εκατ. -τότε τα πενιχρά οικονομικά στοιχεία του μουσείου είχαν επιτρέψει επικήρυξη μόλις 1 εκατ. δολαρίων και αυτά με έρανο από τους οίκους Christie’s και Sotheby’s-, και απάντησε, όπως της ζητούσε, μέσω κωδικοποιημένου μηνύματος στην εφημερίδα «Globe», ο μυστηριώδης πληροφοριοδότης εξαφανίστηκε, πιθανώς φοβούμενος την εμπλοκή των αστυνομικών.
Το ξάφρισμα των δεκατριών έργων τέχνης έχει πια λάβει διαστάσεις μύθου. Εχουν γραφτεί άρθρα, ρεπορτάζ και βιβλία, έχει απασχολήσει τηλεοπτικές σειρές, όπως τους «Σίμσον» και το «Blacklist», τώρα γίνεται ντοκιμαντέρ, σε τέσσερα μέρη, στο Netflix. Το μουσείο φροντίζει να συντηρεί τη μυθολογία της ληστείας, μαζί με την προσδοκία για την επιστροφή των έργων. Αλλωστε κατ’ εντολή της ίδιας της Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει ή να μετατοπιστεί στους χώρους του κτιρίου. Γι’ αυτό και οι κορνίζες περιμένουν εδώ και 30 χρόνια κενές στους τοίχους την ημέρα της επανένωσης με το περιεχόμενό τους.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: GETTY IMAGES / SPLASHNEWS / IDEAL IMAGE, 123RF.COM / AFP / VISUALHELLAS.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου